-
1 ἀρτί-κολλος
ἀρτί-κολλος, genau zusammengeleimt, zusammenpassend, Soph. Tr. 765 προςπτύσσετο πλευραῖσιν ἀρτ. ὥστε τέκτονος χιτών. Dah. recht, gehörig, Aesch. Ch. 573; λόγον, zur gelegenen Zeit, gerade recht, Spt. 355.
-
2 ἀρτίκολλος
ἀρτί-κολλος, ον,A close-glued, clinging close, ἀρτίκολλος ὥστε τέκτονος χιτών, = ἀρτίως κολληθεὶς ὡς ὑπὸ τέκτονος, S.Tr. 768.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρτίκολλος
-
3 ἀρτίκολλος
ἀρτί-κολλος, genau zusammengeleimt, zusammenpassend. Dah. recht, gehörig; λόγον, zur gelegenen Zeit, gerade recht -
4 αρτικολλος
21) досл. плотно приклеенный, перен. тесно прилегающий(πλευραῖσιν χιτών Soph.)
2) подходящий, своевременный(λόγος ἀγγέλου Aesch.)
ὅπως ἂν ἀρτίκολλα συμβαίνῃ τάδε Aesch. — чтобы все было как следует
См. также в других словарях:
λιθόκολλος — λιθόκολλος, ον (Α) λιθοκόλλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + κολλος (< κόλλα), πρβλ. αρτί κολλος, χρυσό κολλος] … Dictionary of Greek