-
1 αρτικολλος
21) досл. плотно приклеенный, перен. тесно прилегающий(πλευραῖσιν χιτών Soph.)
2) подходящий, своевременный(λόγος ἀγγέλου Aesch.)
ὅπως ἂν ἀρτίκολλα συμβαίνῃ τάδε Aesch. — чтобы все было как следует
См. также в других словарях:
λιθόκολλος — λιθόκολλος, ον (Α) λιθοκόλλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + κολλος (< κόλλα), πρβλ. αρτί κολλος, χρυσό κολλος] … Dictionary of Greek