-
1 αρσενικών
-
2 ἀρσενικῶν
-
3 οὐδέτερος
A not either, neither of the two, Hdt.1.51, Ar.Ra. 1412, Pl.Phlb. 21e: in pl., when each party is pl., first in Hes.Th. 638, Sc. 171, cf. Hdt.1.76, etc.: divisim, v. ἕτερος 1. Adv. οὐδετέρως in neither of two ways, Pl.Lg. 902c: also neut. pl. as Adv., = οὐδετέρως, Id.Plt. 258a, Tht. 184a, etc.II neutral, τῶν μὲν αἱρετῶν οὐσῶν, τῶν δὲ φευκτῶν, τῶν δ' οὐ. Arist.EN 1175b26: so in Medic., of a state which is neither illness nor health,διάθεσις Herophil.
ap. Gal.6.388;σῶμα Gal.1.307
,311.2 in Gramm., neuter, ἀρσενικῶν καὶ θηλυκῶν καὶ οὐ. D.H.Amm.2.10; τὸ οὐ. (sc. γένος ) the neuter gender, A.D.Pron. 6.19. Adv. - ρως in the neuter, Id.Synt.199.20, Gal.9.458, Ath.15.701a; also of Verbs, οὐδετέρα διάθεσις Sch.D.T.p.246 H.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οὐδέτερος
См. также в других словарях:
ἀρσενικῶν — ἀρσενικόν yellow orpiment neut gen pl ἀρσενικός fem gen pl ἀρσενικός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ας — ονοματική κατάληξη της νέας Ελληνικής, η οποία χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό αρσενικών πρωτοκλίτων αντί των αρχαίων δευτεροκλίτων σε ος (πρβλ. έγγονας, εύζωνας, κάβουρας, κάπελας, κότσυφας, μάγειρας, Φίλιππας). Ο μεταπλασμός προήλθε κατά τα… … Dictionary of Greek
-ίτιδα — (ΑΜ ῑτις) κατάλ. θηλ. ουσ. τής Ελληνικής, επαυξημένη μορφή τής κατάλ. τις ( ι τις), που σχηματίστηκε κατά την κατάλ. αρσενικών ίτης*. Τα ουσ. σε ιτις στην Αρχαία Ελληνική δεν χρησιμοποιούνταν μόνο ως θηλ. αντίστοιχων αρσενικών σε ίτης (πρβλ.… … Dictionary of Greek
γόνος — Το προϊόν της γέννησης ή γονιμοποίησης, το τέκνο, ο απόγονος. Στα έντομα, γ. λέγονται τα αβγά τους, στα φυτά η γύρη των λουλουδιών και τα σπέρματα, στις μέλισσες όλες οι φάσεις της μεταμόρφωσης από το αβγό έως τη νύμφη, στα ψάρια το έκκριμα των… … Dictionary of Greek
ανδρογόνα — Στεροειδείς ορμόνες. Οι σπουδαιότερες είναι η τεστοστερόνηκαι η ανδροστενδιόνη που παράγονται στους όρχεις. Η ανδροστενδιόνη και το παράγωγό της 11 υδροξυανδροστενδιόνη εκκρίνονται επίσης από τον φλοιό των επινεφριδίων, τόσο των αρσενικών όσο και … Dictionary of Greek
-άκος — Γλωσσ. υποκοριστική κατάληξη αρσενικών ουσιαστικών τής Ν. Ελληνικής, που συνδέεται ετυμολογικά, σύμφωνα με την επικρατέστερη σήμερα άποψη, με την υποκορ. κατάλ. άκι* … Dictionary of Greek
-άς — κατάληξη αρσενικών προσηγορικών ονομάτων. Χαρακτηρίζει πρόσωπα και χρησιμοποιείται συχνά στη νέα Ελληνική στον σχηματισμό επαγγελματικών ονομάτων ή άλλων δηλωτικών του ιδιοκτήτη, κατασκευαστή ή πωλητή κ.λπ. (πρβλ. γαλατάς, ζευγάς, καλαμαράς,… … Dictionary of Greek
-ακλας — (και ακλος) Γλωσσ. μεγεθυντική κατάληξη αρσενικών ουσιαστικών τής Νέας Ελληνικής, τα οποία σχηματίζονται αναλογικά προς θηλυκά ουσιαστικά σε ακλα. Τα ουσιαστικά σε ακλας ή ακλος είναι συνήθως σκωπτικά π.χ. άντρ ακλας και άντρ ακλος, γαϊδούρ ακλος … Dictionary of Greek
-αράς — μεγεθυντική κατάληξη αρσενικών ονομάτων της Νεοελληνικής με μεγάλη παραγωγική δύναμη. Αβέβαιης ετυμολογικής προέλευσης. Πιθανώς προήλθε από ονόματα σε άρι (πρβλ. παλληκάρι παλληκαράς, ποδάρι ποδαράς) ή από συμφυρμό των καταλ. άρος και άς ή άρα… … Dictionary of Greek
-ιέρης — κατάληξη αρσενικών ουσιαστικών ιταλικής προελεύσεως πρβλ. γκαραζιέρης, γκρουπιέρης, γονδολιέρης, καμαριέρης, καμηλιέρης, κανονιέρης, καροτσιέρης, λαντζιέρης, λαουτιέρης, μαουνιέρης, μπαγκιέρης, μπιραριέρης, μπουρλοτιέρης, πορτιέρης, σκουνιέρης,… … Dictionary of Greek
-τήρας — τήρ, ΝΜΑ παραγωγική κατάλ. ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία, όπως και η κατάλ. τωρ, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον δράστη ενέργειας. Οι δύο αυτές καταλήξεις ανάγονται στην ΙΕ κατάληξη * ter (πρβλ. και αρχ. ινδ. pi tā, λατ. pa … Dictionary of Greek