Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἀρρενογονία

См. также в других словарях:

  • αρρενογονία — η (Α ἀρρενογονία) [αρρενογόνος] η γέννηση αρσενικών παιδιών …   Dictionary of Greek

  • αρρενογονία — η το να γεννά κανείς αρσενικά παιδιά· «συγγένεια από αρρενογονία», συγγένεια που προέρχεται από αρσενικά παιδιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀρρενογονίας — ἀρρενογονίᾱς , ἀρρενογονία begetting fem acc pl ἀρρενογονίᾱς , ἀρρενογονία begetting fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρρενογονίαν — ἀρρενογονίᾱν , ἀρρενογονία begetting fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανδρογένεια — ἀνδρογένεια, η (Α) κατ’ αρρενογονία, από αρρενογονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ανδρογενής < ανήρ, ανδρός + γενής < γένος] …   Dictionary of Greek

  • αρρενογόνος — α, ο (Α ἀρρενογόνος, ον) νεοελλ. αυτός που έχει σχέση με την αρρενογονία αρχ. 1. αυτός που γεννά αρσενικά παιδιά 2. ως ουσ. τό ἀρρενογόνον ονομασία φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρρην, ενος + γόνος < γίγνομαι] …   Dictionary of Greek

  • κουρογονία — κουρογονία, ιων. τ. κουρογονίη, ἡ (Α) η γέννηση αρσενικών παιδιών, αρρενογονία («κουρογονίη καὶ θηλυγονίη», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῦρος + γονία (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. θεο γονία, τεκνο γονία] …   Dictionary of Greek

  • σερνικοβότανο — και αρσενικοβότανο, το, Ν κοινή ονομασία διαφόρων ορχιδωδών φυτών που απαντούν αυτοφυή στην Ελλάδα, ιδίως τού γνωστού με τη λόγια ονομασία ὄρχις ο άρρην, κν. σαλέπι, και τών οποίων τις κονδυλώδεις ρίζες και τον ζωμό τους η λαϊκή παράδοση θεωρεί,… …   Dictionary of Greek

  • Βαλουά — I (Valois). Βασιλικός οίκος της Γαλλίας, που είχε την εξουσία από το 1328 έως το 1589, κλάδος του γαλλικού βασιλικού οίκου των Καπετιδών. Η δυναστεία άρχισε με τον Κάρολο, τριτότοκο γιο του Φιλίππου Γ’, στον οποίο το 1285 δόθηκε η κομητεία του Β …   Dictionary of Greek

  • Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»