-
1 κουρογονίη
κουρογονίαbegetting of boys: fem nom /voc sg (epic ionic) -
2 θηλυγονία
θηλῠ-γονία, ἡ,A generation of females, opp. κουρογονίη, Hp.Genit.8; opp. ἀρρενογονία, Arist.HA 585b11, GA 765a30, S.E.M.5.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θηλυγονία
См. также в других словарях:
κουρογονίη — κουρογονία begetting of boys fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουρογονία — κουρογονία, ιων. τ. κουρογονίη, ἡ (Α) η γέννηση αρσενικών παιδιών, αρρενογονία («κουρογονίη καὶ θηλυγονίη», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῦρος + γονία (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. θεο γονία, τεκνο γονία] … Dictionary of Greek