Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἀροτήσιος

См. также в других словарях:

  • αροτήσιος — ἀροτήσιος, ον (Α) ο κατάλληλος για καλλιέργεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < άροτος + ήσιος (κατάλ. επιθ. που δηλώνουν χρόνο πρβλ. ετήσιος, ημερήσιος, νυκτερήσιος κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • ἀροτήσιον — ἀροτήσιος of masc/fem acc sg ἀροτήσιος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ήσιος — κατάληξη επιθέτων τής αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής. Στην Αρχαία η κατάλ. ήσιος εμφανίζεται, κυρίως, αφ ενός μεν σε θέματα με χαρακτήρα οδοντικό (πρβλ. βιοτήσιος, φιλοτήσιος κ.ά.), αφ ετέρου δε σε επίθετα που έχουν χρονική σημασία (πρβλ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»