-
1 ἀροτήσιος
-
2 ἀροτήσιος
-
3 ἀροτήριος
См. также в других словарях:
αροτήσιος — ἀροτήσιος, ον (Α) ο κατάλληλος για καλλιέργεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < άροτος + ήσιος (κατάλ. επιθ. που δηλώνουν χρόνο πρβλ. ετήσιος, ημερήσιος, νυκτερήσιος κ.ά.)] … Dictionary of Greek
ἀροτήσιον — ἀροτήσιος of masc/fem acc sg ἀροτήσιος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ήσιος — κατάληξη επιθέτων τής αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής. Στην Αρχαία η κατάλ. ήσιος εμφανίζεται, κυρίως, αφ ενός μεν σε θέματα με χαρακτήρα οδοντικό (πρβλ. βιοτήσιος, φιλοτήσιος κ.ά.), αφ ετέρου δε σε επίθετα που έχουν χρονική σημασία (πρβλ … Dictionary of Greek