Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἀροτός

См. также в других словарях:

  • άροτος — ἄροτος, ο (Α) [αρώ] 1. ο καλλιεργήσιμος αγρός 2. ο καρπός του αγρού, η σοδειά, η συγκομιδή 3. το όργωμα, η καλλιέργεια 4. η εποχή για καλλιέργεια 5. μτφ. η γέννηση παιδιών …   Dictionary of Greek

  • ἀροτός — arable masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄροτος — corn field masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀροτόν — ἀροτός arable masc acc sg ἀροτός arable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀροτοῖο — ἀροτός arable masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀροτοῦ — ἀροτός arable masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀροτούς — ἀροτός arable masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀροτῶ — ἀροτός arable masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρότοιο — ἄροτος corn field masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρότοις — ἄροτος corn field masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρότοισιν — ἄροτος corn field masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»