-
1 ἀρνηάς
A sheep,ἔπεροι καὶ ἀρνηάδες ἐρίων ἀτελέες, ἀρνηάδων ἔταλα ἀτελέα Schwyzer644.15
([dialect] Aeol.). (Fem. of ἀρνεώς, q. v.) -
2 ἀρνειός
ἀρνειός, ὁ,A ram, wether ( = τριετὴς κριός, Hsch.), Il.2.550, al., Ister 53; ἀ. ὄϊς, opp. θῆλυς, Od.10.572,al.; but later,θῆλυς ἀ. A.R. 3.1033
.2 the constellation Aries, Max.72. (Orig. ἀρνηός, cf. ἀρνηάς and [dialect] Att. ἀρνεώς. Deriv. of ἄρσην, as ἀρσν-ηϝ-ό-ς, cf. ἀρνευ-τήρ. No initial ϝ-.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρνειός
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский