-
1 αρνακις
-
2 αρνακίς
-
3 ἀρνακίς
-
4 ἀρνακίς
ἀρνακίς, ίδος, ἡ, Schaffell, -pelz, Ar. Nub. 720; Plat. Conv. 220 b; plur., Theocr. 5, 50.
-
5 ἀρνακίς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρνακίς
-
6 ἀρνακίς
ἀρνακίς, Schaffell, -pelz -
7 ἀρνακίς
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀρνακίς
-
8 arnacis
-
9 αρνακίδα
-
10 ἀρνακίδα
-
11 αρνακίδας
-
12 ἀρνακίδας
-
13 αρνακίδες
-
14 ἀρνακίδες
-
15 αρνακίδι
-
16 ἀρνακίδι
-
17 αρνακίδος
-
18 ἀρνακίδος
-
19 αρνακίσι
-
20 ἀρνακίσι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αρνακίς — ἀρνακίς ( ίδος), η (Α) η προβιά, η κάπα από δέρμα αρνιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. με συλλαβική ανομοίωση < *αρνόνακος < αρνο (< αρήν, αρνός) + νάκη «δέρμα, προβιά»] … Dictionary of Greek
ἀρνακίς — sheepskin coat fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρνακίδα — ἀρνακίς sheepskin coat fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρνακίδας — ἀρνακίς sheepskin coat fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρνακίδες — ἀρνακίς sheepskin coat fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρνακίδι — ἀρνακίς sheepskin coat fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρνακίδος — ἀρνακίς sheepskin coat fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρνακίδων — ἀρνακίς sheepskin coat fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρνακίσι — ἀρνακίς sheepskin coat fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρνακίσιν — ἀρνακίς sheepskin coat fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
AGNINA — in Gloss. Graeco Lat. ἄρνειον κρέας, apud Annam Comnenam Alexiad. l. 8. p. 230. ἀλλ: ἡλίου ἀνατέλλοντος λύκου ἢἀρνίου κρέας ἐ???όμεθα. Sed Sole oriente lupinam seu agninam comedimus; laudatam Car. du Fresne Glossar. Agnina pellis una cum lana, in … Hofmann J. Lexicon universale