-
1 αρνακίδα
-
2 ἀρνακίδα
См. также в других словарях:
ἀρνακίδα — ἀρνακίς sheepskin coat fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αρνακίδα
2 ἀρνακίδα
ἀρνακίδα — ἀρνακίς sheepskin coat fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)