-
1 ἀρι-ζήλωτος
ἀρι-ζήλωτος, sehr beneidet, d. i. sehr glücklich, Ἀϑῆναι, Ar. Equ. 1326.
-
2 ἀριζήλωτος
ἀρι-ζήλωτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀριζήλωτος
-
3 ἀριζήλωτος
ἀρι-ζήλωτος, sehr beneidet, d. i. sehr glücklich -
4 αριζηλωτος
См. также в других словарях:
αριζήλωτος — ἀριζήλωτος, ον (AM) και ζήλητος (Μ) αξιοζήλευτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρι * + ζηλωτός < ζηλώ «ζηλεύω, φθονώ»] … Dictionary of Greek