-
1 ἀριζήλωτος
ἀρι-ζήλωτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀριζήλωτος
См. также в других словарях:
αριζήλωτος — ἀριζήλωτος, ον (AM) και ζήλητος (Μ) αξιοζήλευτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρι * + ζηλωτός < ζηλώ «ζηλεύω, φθονώ»] … Dictionary of Greek