-
1 ἀριστό-χειρ
ἀριστό-χειρ ἀγών, ein Kampf, in dem die beste Faust entscheidet, Soph. Ai. 915, od. nach dem Schol. ὁ κρίνων, τίς ἐστιν ὁ ἄριστος κατὰ τὴν χεῖρα.
-
2 ἀριστο-πόνος
ἀριστο-πόνος, am besten arbeitend, χείρ Pind. Ol. 7, 51; μέλισσα Phocyl. bei Schol. Nic. Al. 448; Ep. ad. (IX, 466) ὑμέναιοι, etwas dunkel.
-
3 ἀριστόχειρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀριστόχειρ
-
4 ἀριστόχειρ
ἀριστό-χειρ ἀγών, ein Kampf, in dem die beste Faust entscheidet -
5 αριστοχειρ
См. также в других словарях:
νεοσσός — ο (ΑΜ νεοσσός και νοσσός, Α αττ. τ. νεοττός) 1. (γενικά) μικρό πουλί που μόλις βγήκε από το αβγό του («ἐὰν δὲ μὴ εὑρίσκῃ ἡ χεὶρ αὐτοῡ... δύο νεοσσοὺς περιστερῶν», ΠΔ) 2. άνθρωπος ή ζώο που μόλις γεννήθηκε, νεογνό ζώου ή ανθρώπου νεοελλ. (ειδικά)… … Dictionary of Greek