Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀριστολοχεία

См. также в других словарях:

  • ἀριστολοχεία — ἀριστολοχείᾱ , ἀριστολόχεια promoting child birth fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριστολοχείᾳ — ἀριστολοχείᾱͅ , ἀριστολόχεια promoting child birth fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριστολόχεια — promoting child birth fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αριστολόχεια — η (Α ἀριστολόχεια και χία) βοτάνι που διευκολύνει τον τοκετό. [ΕΤΥΜΟΛ. < άριστος + λοχεία («τοκετός») < λοχεύω «τίκτω, γεννώ»] …   Dictionary of Greek

  • ἀριστολοχείας — ἀριστολοχείᾱς , ἀριστολόχεια promoting child birth fem acc pl ἀριστολοχείᾱς , ἀριστολόχεια promoting child birth fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριστολόχειαν — ἀριστολόχεια promoting child birth fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άριστος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ιστορικός συγγραφέας (3ος 2ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από τη Σαλαμίνα της Κύπρου. Έγραψε μαζί με τον Ασκληπιάδη μια Ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. 2. Φιλόσοφος της Νέας Ακαδημίας (1ος αι. π.Χ.). Ήταν αδελφός του… …   Dictionary of Greek

  • δακτυλίτις — η (Α δακτυλῑτις) νεοελλ. βοτ. γένος φυτών από τα οποία το γνωστότερο είναι η δακτυλίτις η πορφυρά αρχ. το φυτό αριστολοχεία η μακρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάκτυλος. Η ονομασία τού φυτού οφείλεται στο σχήμα τής ρίζας του που μοιάζει με δάχτυλο] …   Dictionary of Greek

  • ερεχθίτις — ἐρεχθῑτις, ἡ (Α) 1. το φυτό αριστολόχεια* ἢ αριστολοχ(ε)ία η στρογγύλη 2. το ποώδες φυτό ἠριγέρων* …   Dictionary of Greek

  • κληματίτις — κληματῖτις, ιδος, ἡ (Α) 1. (ως επίθ. για άμπελο) αυτή που έχει μακριά αναρριχώμενα κλαδιά («κληματῖτις ἀριστολόχεια», Διοσκ.) 2. ως ουσ. το φυτό κληματίς ή λευκάμπελος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῆμα, ατος + επίθημα ῖτις, ίτιδος (πρβλ. κεγχρ ίτις, κεντρ… …   Dictionary of Greek

  • μηλόκαρπον — μηλόκαρπον, τὸ (Α) είδος βοτάνου, αριστολόχεια η στρογγύλη …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»