-
1 αριστολοχεία
ἀριστολοχείᾱ, ἀριστολόχειαpromoting child-birth: fem nom /voc /acc dual——————ἀριστολοχείᾱͅ, ἀριστολόχειαpromoting child-birth: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 αριστολόχεια
-
3 ἀριστολόχεια
-
4 ἀριστολοχεία
Βλ. λ. αριστολοχεία -
5 ἀριστολοχείᾳ
Βλ. λ. αριστολοχεία -
6 ἀριστολόχεια
A- λοχία Thphr.HP9.20.4
), ἡ, herb promoting child-birth, birthwort, Aristolochia, Nic.Th. 509, 937; ἀ. στρογγύλη, = A. rotunda, ἀ. μακρά, = A. longa, ἀ. κληματῖτις, = A. Clematitis, Dsc.3.4; ἀ. Κρητική, = A. cretica, Plin.HN25.95:—also [suff] ἀριστο-λόχιον, τό, Hp.Nat.Mul.32 (s.v.l.):Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀριστολόχεια
-
7 αριστολοχείας
ἀριστολοχείᾱς, ἀριστολόχειαpromoting child-birth: fem acc plἀριστολοχείᾱς, ἀριστολόχειαpromoting child-birth: fem gen sg (attic doric aeolic) -
8 ἀριστολοχείας
ἀριστολοχείᾱς, ἀριστολόχειαpromoting child-birth: fem acc plἀριστολοχείᾱς, ἀριστολόχειαpromoting child-birth: fem gen sg (attic doric aeolic) -
9 αριστολόχειαν
-
10 ἀριστολόχειαν
-
11 δακτυλῖτις
δακτῠλῖτις, ἡ,A = ἀριστολοχεία μακρά, Dsc.3.4, Isid.Etym.17.9.52.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δακτυλῖτις
-
12 κληματῖτις
II Subst., = foreg. 11.2, Ps.-Dsc.4.180.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κληματῖτις
-
13 μηλόκαρπον
μηλό-καρπον, τό,A = ἀριστολόχεια στρογγύλη, Ps.-Dsc.3.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μηλόκαρπον
-
14 ἁδρός
A thick, stout, bulky:I of things, χιόνα ἁ. πίπτουσαν ἰδεῖν falling thick, Hdt.4.31; τῶν ἀνθράκων οἱ ἁδρότατοι the most solid, Hp.Mul.2.133; κίονες ἁ. large, D.S.3.47;τοὺς ἁδροτάτους τῶνλέμβων Id.20.85
:—strong, violent, ;τὰ ἁδρότατατῶν.. συμβάντων Hell.Oxy.4.1
; ῥεύματα full, swollen, Arist.Pr. 949b5; of raindrops, Id.Mu. 394a31 ([comp] Comp.);δῆγμα D.S.1.35
; δωρεάστε καὶ τιμὰς ἁ. δοῦναι in abundance, Id.19.86; κοιλότης severe deficiency, Phld.Oec.p.71 J.:—of style, powerful, Longin.40.4 ([comp] Comp.), cf. Phld.Rh.1.182 S.; ἁ. νοήματα dub. in D.H.Comp.4;ἀπειλή Phld. Hom.p.35
O.; τὸ ἁ. the grand style, opp. τὸ ἰσχνόν, Ps.-Plu.Vit.Hom. 72. Adv., [comp] Comp. ἁδροτέρως, διαιτᾶν live more freely, Hp.Aph.1.7; ἁ. φαρμακεύειν ib.4.9; neut. as Adv., ἁδρὸν γελάσαι laugh loud, Antiph. 144; ἁδρότερον πιεῖν drink more deeply, Diph.5.II of persons, fine, well-grown,ἐπεὰν τὸ παιδίον ἁ. γένηται Hdt.4.180
;τῷ παιδί, ἐπὴν ἁ. ἔῃ Hp.Genit.2
;τῶν παίδων ὅσοι ἁ. Pl.R. 466e
; οἱ -ότεροι the bestgrown, the stronger, Isoc.12.110; οἱ ἁ. chiefs, princes, LXX 4 Ki.10.6; alsoἁ. τὴν ψυχήν Democh.3
;ἡ κατὰ ψυχὴν ἁ. ὑπεροχή Procl.in Alc.p.94
C.2 of animals, fine, fat,χοῖρος X.Oec.17.10
;λύκος Babr.101
; freq. in Com. of flesh, fish, etc., Antiph.20.5, 26.21, Alex. 170, etc.3 of fruit or corn, full-grown, ripe,ὅκως εἴη καρπὸς ἁ. Hdt.1.17
, cf. Arist.Metaph. 1017b8.b ἁ. ῥίζα, = ἀριστολοχεία στρογγύλη, Ps.-Dsc.3.4.c of an egg, ready to be laid, Arist. HA 559b11 ([comp] Comp.).—First in Hdt., never in Trag., rare in [dialect] Att.; but the derivs. ἁδροτής, ἁδροσύνη occur in [dialect] Ep. and ἁδρύνω in Trag. -
15 ἐρεχθῖτις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρεχθῖτις
-
16 Ἔφεσος
A magic formula, Plu.2.706e, Eust.1864.16 (also [full] Ἐφεσήϊα,γρ. Anaxil.18.7
(anap.)): [full] Ἐφεσία, ἡ, = ἀριστολόχεια στρογγύλη, Ps.-Dsc. 3.4; = ἀρτεμισία, ib.113: [full] Ἐφέσια, τά, festival of Artemis at Ephesus, Th.3.104 (also Ἐφέσεια, τά, OGI10.10): [full] Ἐφεσηονίκης [ῑ], ὁ, victor in these games, Ephes.2.72 (iii A.D.): [full] Ἐφεσίς, ίδος, ἡ, in pl., title of poem by Aeschrio, Sch.Lyc.688. -
17 ἴον
Grammatical information: n.Meaning: `violet' (Hom., Thphr.).Compounds: Determin. comp. λευκό-ϊον = ἴον λευκόν `stock-gillyflower' (Thphr.; Risch IF. 59, 257); often as 1. member, e. g. ἰο-ειδής `violet-coloured' ( πόντος; Il.), ἰο-στέφανος `violet-crowned', Athen (h. Hom. 6, 18, Pi., Thgn.), ἰό-κολπος `with violet bossom' (Sapph.; vgl. Treu Von Homer zur Lyrik 171), ἰο-δνεφής, s. δνόφος; on ἰάνθινος s. v. Wrong Bénaky REGr. 28, 16ff.: ἴον in ἰο-ειδής etc. IIp referring to the colour.Derivatives: ἰόεις `violet-coloured' = `dark-blue' ( σίδηρος Ψ 850, θάλασσα Nic.); ἰωνιά `violet-bed', also plant-name (Thphr.), after ῥοδων-ιά, θημων-ιά (Scheller Oxytonierung 70f.); ἰοντῖτις f. plant-name = ἀριστολόχεια (Dsc.; after κληματῖτις?, Redard Les noms grecs en - της 72).Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Medit.Etymology: H. γία (= Ϝία) ἄνθη and the epic metrics confirm the connection with Lat. viola; both prob. come from a Mediterranean language, s. W.-Hofmann s. v.Page in Frisk: 1,729Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἴον
См. также в других словарях:
ἀριστολοχεία — ἀριστολοχείᾱ , ἀριστολόχεια promoting child birth fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριστολοχείᾳ — ἀριστολοχείᾱͅ , ἀριστολόχεια promoting child birth fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριστολόχεια — promoting child birth fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αριστολόχεια — η (Α ἀριστολόχεια και χία) βοτάνι που διευκολύνει τον τοκετό. [ΕΤΥΜΟΛ. < άριστος + λοχεία («τοκετός») < λοχεύω «τίκτω, γεννώ»] … Dictionary of Greek
ἀριστολοχείας — ἀριστολοχείᾱς , ἀριστολόχεια promoting child birth fem acc pl ἀριστολοχείᾱς , ἀριστολόχεια promoting child birth fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριστολόχειαν — ἀριστολόχεια promoting child birth fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άριστος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ιστορικός συγγραφέας (3ος 2ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από τη Σαλαμίνα της Κύπρου. Έγραψε μαζί με τον Ασκληπιάδη μια Ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. 2. Φιλόσοφος της Νέας Ακαδημίας (1ος αι. π.Χ.). Ήταν αδελφός του… … Dictionary of Greek
δακτυλίτις — η (Α δακτυλῑτις) νεοελλ. βοτ. γένος φυτών από τα οποία το γνωστότερο είναι η δακτυλίτις η πορφυρά αρχ. το φυτό αριστολοχεία η μακρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάκτυλος. Η ονομασία τού φυτού οφείλεται στο σχήμα τής ρίζας του που μοιάζει με δάχτυλο] … Dictionary of Greek
ερεχθίτις — ἐρεχθῑτις, ἡ (Α) 1. το φυτό αριστολόχεια* ἢ αριστολοχ(ε)ία η στρογγύλη 2. το ποώδες φυτό ἠριγέρων* … Dictionary of Greek
κληματίτις — κληματῖτις, ιδος, ἡ (Α) 1. (ως επίθ. για άμπελο) αυτή που έχει μακριά αναρριχώμενα κλαδιά («κληματῖτις ἀριστολόχεια», Διοσκ.) 2. ως ουσ. το φυτό κληματίς ή λευκάμπελος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῆμα, ατος + επίθημα ῖτις, ίτιδος (πρβλ. κεγχρ ίτις, κεντρ… … Dictionary of Greek
μηλόκαρπον — μηλόκαρπον, τὸ (Α) είδος βοτάνου, αριστολόχεια η στρογγύλη … Dictionary of Greek