-
1 αριστοκρατικος
-
2 αριστοκρατικός
-
3 ἀριστοκρατικός
-
4 αριστοκρατικός
η, ό[ν] аристократический;αριστοκρατική συνοικία — аристократический квартал
-
5 ἀριστοκρατικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀριστοκρατικός
-
6 ἀριστοκρατικός
ἀριστο-κρατικός, zur Herrschaft der Vornehmen gehörig, der Aristokratie geneigt -
7 αριστοκρατικός
aristocratique -
8 αριστοκρατικός
arystokratyczny przym. -
9 αριστοκρατικός
1) aristokratický2) šlechtický -
10 αριστοκρατικός
aristocraticΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αριστοκρατικός
-
11 aristokratik
αριστοκρατικός -
12 aristocratique
αριστοκρατικός -
13 aristokratický
αριστοκρατικός -
14 šlechtický
αριστοκρατικός -
15 aristocratic
αριστοκρατικός -
16 arystokratyczny
αριστοκρατικός -
17 αριστοκρατικά
ἀριστοκρατικόςaristocratical: neut nom /voc /acc plἀριστοκρατικά̱, ἀριστοκρατικόςaristocratical: fem nom /voc /acc dualἀριστοκρατικά̱, ἀριστοκρατικόςaristocratical: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
18 ἀριστοκρατικά
ἀριστοκρατικόςaristocratical: neut nom /voc /acc plἀριστοκρατικά̱, ἀριστοκρατικόςaristocratical: fem nom /voc /acc dualἀριστοκρατικά̱, ἀριστοκρατικόςaristocratical: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
19 αριστοκρατικών
ἀριστοκρατικόςaristocratical: fem gen plἀριστοκρατικόςaristocratical: masc /neut gen pl -
20 ἀριστοκρατικῶν
ἀριστοκρατικόςaristocratical: fem gen plἀριστοκρατικόςaristocratical: masc /neut gen pl
См. также в других словарях:
ἀριστοκρατικός — aristocratical masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αριστοκρατικός — ή, ό (Α ἀριστοκρατικός, ή, όν) [αριστοκρατία] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει στη τάξη των ευγενών, ευπατρίδης, αριστοκράτης 2. ο οπαδός του αριστοκρατικού πολιτεύματος 3. αυτός που αρμόζει, που ταιριάζει σε αριστοκράτες 4. αυτός που αναφέρεται σε… … Dictionary of Greek
αριστοκρατικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αριστοκρατία (βλ. λ.). 2. αυτός που υποστηρίζει το αριστοκρατικό πολίτευμα: Οι αριστοκρατικοί στην αρχαιότητα συχνά φέρθηκαν πολύ σκληρά στους δημοκρατικούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀριστοκρατικά — ἀριστοκρατικός aristocratical neut nom/voc/acc pl ἀριστοκρατικά̱ , ἀριστοκρατικός aristocratical fem nom/voc/acc dual ἀριστοκρατικά̱ , ἀριστοκρατικός aristocratical fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριστοκρατικῶν — ἀριστοκρατικός aristocratical fem gen pl ἀριστοκρατικός aristocratical masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριστοκρατικόν — ἀριστοκρατικός aristocratical masc acc sg ἀριστοκρατικός aristocratical neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αλαμάνοι — Αριστοκρατικός οίκος από την Προβηγκία που εγκαταστάθηκε στη δυτική Πελοπόννησο κατά την Δ’ Σταυροφορία (1204). Ιδρυτής του οίκου στην Ελλάδα και πρώτος βαρόνος των Πατρών υπήρξε ο Μισέρ Γουλιάμος Αλαμανός. Οι συνεχείς προστριβές των Α. με τον… … Dictionary of Greek
ἀριστοκρατικαῖς — ἀριστοκρατικός aristocratical fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριστοκρατικαί — ἀριστοκρατικός aristocratical fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριστοκρατικοῖς — ἀριστοκρατικός aristocratical masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριστοκρατικοί — ἀριστοκρατικός aristocratical masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)