Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀριστεῖον

См. также в других словарях:

  • ἀριστεῖον — ἀριστεῖα the meed of valour neut nom/voc/acc sg ἀριστεῖος belonging to the bravest masc/fem acc sg ἀριστεῖος belonging to the bravest neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀριστεῖον — ἀριστεῖον , ἀριστεῖα the meed of valour neut nom/voc/acc sg ἀριστεῖον , ἀριστεῖος belonging to the bravest masc/fem acc sg ἀριστεῖον , ἀριστεῖος belonging to the bravest neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Cross of Valour (Greece) — Cross of Valour Αριστείον Ανδρείας Aristeion Andreias Gold Cross of the Cross of Valour (1974 version) Awarded by Greece …   Wikipedia

  • George Mitsainas — Major General George Mitsainas was born on 16 May 1938 in Thespies, Greece. He graduated as a Second Lieutenant (Pilot) from the Hellenic Air Force Academy. He flew T 6A Harvards at Dekelia AFB, T 33A Shooting Stars at Elefsis and other Air Force …   Wikipedia

  • Aristion, S. (1) — 1S. Aristion, Chr. Discip. (22. Febr.) Vom Griech. ἀριστεῖον = Bestgabe, Preis des ersten Sieges etc. – Der hl. Aristion war nach dem Zeugnisse des Papias einer der 72 Jünger Christi und verkündete zu Salamis auf der Insel Cypern das Evangelium,… …   Vollständiges Heiligen-Lexikon

  • αριστείο — το (Α άριστεῑα, τα κ. ιων. ήϊα) [αριστεύω] η αμοιβή, το έπαθλο που απονέμεται για ανδρεία ή γενναιοφροσύνη νεοελλ. το πρώτο βραβείο, τα πρωτεία για επίδοση και υπεροχή στις σπουδές ή στην κοινωνική και ηθική κυρίως δράση αρχ. (στον ενικό) τὸ… …   Dictionary of Greek

  • ζαρίφης — Επώνυμο εθνικών ευεργετών και αγωνιστών. 1. Αθανάσιος. Αγωνιστής του 1821, από τη Λιβαδειά. Δραστήριος Φιλικός, όταν άρχισε η προπαρασκευή του Αγώνα, εργάστηκε με εξαιρετικό ζήλο και μεγάλη δραστηριότητα. Στη Βοιωτία μύησε πολλούς στο έργο της… …   Dictionary of Greek

  • καλομοίρης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Νικόλαος. Πολέμησε σε όλη τη διάρκεια της Επανάστασης και τραυματίστηκε πολλές φορές. Μετά την αποκατάσταση κατατάχθηκε στην 11η τετραρχία της Φάλαγγας. 2. Παναγιώτης. Καταγόταν από τις Σπέτσες. Πήρε μέρος σε πολλές …   Dictionary of Greek

  • υπερκρεμάννυμι — ΜΑ (συν. παθ.) ὑπερκρεμάννυμαι αναρτώμαι πάνω από κάποιον και, κυρίως, αναρτώμαι για χάρη κάποιου («χὠς ἀριστεῑον σφέων ὑπερκρεμασθείς, Χριστ. Πασχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + κρεμάννυμι «κρεμώ»] …   Dictionary of Greek

  • Αβδάλης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αθανάσιος. Καταγόταν από τη Βοιωτία. Σκοτώθηκε την πρώτη μέρα της Επανάστασης. 2. Γιαννούλης. Γιος του προηγούμενου. Ύστερα από τον θάνατο του πατέρα του, με μια ομάδα 50 πολεμιστών αγωνίστηκε από το 1821 έως το… …   Dictionary of Greek

  • Αγαπηνός — Επώνυμο οικογένειας εθνικών αγωνιστών από τους Γαργαλιάνους της Τριφυλίας. 1. Διονύσιος. Πολέμησε ως οπλαρχηγός στην Επανάσταση του 1821 και τιμήθηκε με το Αργυρούν Αριστείον του Αγώνα. 2. Σαράντος ή Σαραντέλος. Οπλαρχηγός του Μακεδονικού αγώνα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»