-
1 ἀριστεῖον
ἀριστεῖον, τό, der Preis des ersten Siegers, Lohn der Tapferkeit, in ion. F. ἀριστήϊον, Her. 8, 11; gew. im plur., Soph. στρατεύματος Phil. 1415; Ai. 459; Her. 8, 122; διδόναι τινί Plat. Conv. 220 d; καὶ νικητήρια Legg. VIII, 829 c, u. öfter; auch Sp.
-
2 αριστειον
ион. ἀριστήϊον (ᾰ) τό1) преимущ. pl. награда за доблесть Her., Soph., Plat., Plut.2) памятник3) благодарственное подношение, почетный дар(τῇ Ἀθηναία Dem.)
-
3 αριστείον
ἀριστεῖαthe meed of valour: neut nom /voc /acc sgἀριστεῖοςbelonging to the bravest: masc /fem acc sgἀριστεῖοςbelonging to the bravest: neut nom /voc /acc sg -
4 ἀριστεῖον
ἀριστεῖαthe meed of valour: neut nom /voc /acc sgἀριστεῖοςbelonging to the bravest: masc /fem acc sgἀριστεῖοςbelonging to the bravest: neut nom /voc /acc sg -
5 ἀριστεῖον
ἀριστεῖον, der Preis des ersten Siegers, Lohn der Tapferkeit -
6 ταριστείον
ἀριστεῖον, ἀριστεῖαthe meed of valour: neut nom /voc /acc sgἀριστεῖον, ἀριστεῖοςbelonging to the bravest: masc /fem acc sgἀριστεῖον, ἀριστεῖοςbelonging to the bravest: neut nom /voc /acc sg -
7 τἀριστεῖον
ἀριστεῖον, ἀριστεῖαthe meed of valour: neut nom /voc /acc sgἀριστεῖον, ἀριστεῖοςbelonging to the bravest: masc /fem acc sgἀριστεῖον, ἀριστεῖοςbelonging to the bravest: neut nom /voc /acc sg -
8 αριστα
-
9 αριστηιον
-
10 στάσις
στάσις, ἡ, 1) das Stellen, Feststellen, Sp. – 2) das Stehen; – a) das Feststehen, Ggstz der Bewegung, ἡ στάσις ἀπόφασις τοῠ ἰέναι βούλεται εἶναι, Plat. Crat. 426 d; Festigkeit, Soph. 249 b; neben βάσις, im Ggstz von φορά, Crat. 437 a; von κίνησις, 251 d; τῆς αὐτῆς στάσεως ἠξιοῠτο τό τε ἀριστεῖον τῆς ϑεοῠ καὶ αἱ τιμωρίαι, Dem. 19, 272; μονὴν καὶ στάσιν ἔχειν, Pol. 4, 41, 4; die Stellung, der Ort, wo man steht, der Standort, ἔχοντες στάσιν ταύτην, ἐς τὴν ἔστημεν, Her. 9, 21. 48; bes. der Ort, Punkt, wo die Himmelsgegenden gelegen sind, στάσις τῶν ὡρέων, τοῠ νότου, τῆς μεσαμβρίης, 2, 26; der Stand, ὡς μήτε σώκειν μήτε μ' ἀκταίνειν στάσιν, Aesch. Eum. 36; τῆς στάσεως παρασύρων, Ar. Equ. 525; des Netzes, Xen. Cyn. 9, 16. – b) der Zustand, die Lage, in der man sich befindet, ἐν τῇ καλλίονι στάσει ὤν, Plat. Phaedr. 253 d; κατὰ τὴν ἐξ ἀρχῆς στάσιν ἔμενον, Pol. 2, 68, 7, u. öfter; auch ἀνέμου, Richtung des Windes, 1, 48, 2 u. sonst; – στάσις μελῶν, s. στάσιμος. – c) bes. der Aufstand, Aufruhr, das gesetzwidrige Zusammentreten Mehrerer zu gewaltsamer Durchsetzung ihres politischen Zweckes, Faktion im Staate; ἀντιάνειρα, Pind. Cl. 12, 16, das feindliche einander Gegenüberstehen, der Zwist; Theogn. 51. 779; Her. 1, 39. 60. 173 u. öfter; στάσις τ' ἐν ἀλλήλοισιν ὠροϑύνετο, Aesch. Prom. 200, vgl. Pers. 184 Eum. 933; auch ἐς λόγου στάσιν ἐπελϑεῖν, Wortstreit, Soph. Trach. 1169; στάσει νοσοῠσαν πόλιν, Eur. Hero. Für. 34, u. öfter; Ar. Ran. 359; Thuc. 1, 2. 2, 20 u. öfter; auch die aufrührerische Partei selbst, αἱ τῶν Μεγαρέων στάσεις φοβούμεναι, οἱ μέν –, οἱ δέ –, 4, 71; nach Plat. στάσις ἡ τοῠ φύσει συγγενοῠς διαφορά, Soph. 228 a, vgl. Rep. V, 470 b ἐπὶ τῇ τοῠ οἰκείου ἔχϑρᾳ στάσις κέκληται; neben ἔχϑρα, Polit. 306 b; πόλεμοι καὶ στάσεις, Phaed. 66 c; ἢ φίλους ἢ πόλιν εἰς στάσεις ἐμβάλλειν, Xen. Mem. 4, 6, 14; ἐμφύλιος στάσις καὶ ταραχή, Pol. 1, 71, 7; ἡ πρὸς ἀλλήλους φιλοτιμία καὶ στάσις, 4, 87, 9; ἡ ἐν ἀλλήλοις διαφορὰ καὶ στάσις, 6, 44, 6; στάσεις ποιεῖσϑαι πρός τινα, Isocr. 4, 79, Faktionen machen. – Allgemein, die Schaar, Aesch. Ch. 112. 451 Eum. 301. – 3) das Wägen, Abwiegen, μισϑοῠ, das Bezahlen des Lohnes, Hippocr.
-
11 ἀριστήϊον
-
12 ἀριστεῖα
A the meed of valour,ἀ. διδόναι τῷ ἀξιωτάτῳ Hdt.8.123
, cf. 124; ἀπαίτεε τοὺς Αἰγινήτας τὰ ἀ. demanded of them the reward (they had received) for prowess, ib. 122;τὰ ἀ. τῆς νίκης φέρεσθαι Hp.
Aër.23, cf. S.Aj. 464, Pl.Lg. 919e, Isoc.9.16, etc.; ἀ. τῆς θεοῦ offered to her, IG2.652A30, al.; ἀριστεῖον τῷ θεῷ ib.814a A 32, cf. SIG 276 A 9 (Delph.), D.22.72: less freq. in sg. in same sense, Hdt.8.11, Luc.D Deor.22.3.2 in sg., monument of valour, memorial,τοῦ πρὸς τοὺς βαρβάρους πολέμου D.19.272
, cf. 59.97.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀριστεῖα
-
13 ἀριστεῖος
A belonging to the bravest, bestowed as the prize of valour, στέφανοι, τιμαί, D.H.6.94, 9.13;γέρας Plu.Thes.26
;Ἡρακλεῖ ποιήσειν θυσίαν ἀριστεῖον Id.Pyrrh.22
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀριστεῖος
См. также в других словарях:
ἀριστεῖον — ἀριστεῖα the meed of valour neut nom/voc/acc sg ἀριστεῖος belonging to the bravest masc/fem acc sg ἀριστεῖος belonging to the bravest neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀριστεῖον — ἀριστεῖον , ἀριστεῖα the meed of valour neut nom/voc/acc sg ἀριστεῖον , ἀριστεῖος belonging to the bravest masc/fem acc sg ἀριστεῖον , ἀριστεῖος belonging to the bravest neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Cross of Valour (Greece) — Cross of Valour Αριστείον Ανδρείας Aristeion Andreias Gold Cross of the Cross of Valour (1974 version) Awarded by Greece … Wikipedia
George Mitsainas — Major General George Mitsainas was born on 16 May 1938 in Thespies, Greece. He graduated as a Second Lieutenant (Pilot) from the Hellenic Air Force Academy. He flew T 6A Harvards at Dekelia AFB, T 33A Shooting Stars at Elefsis and other Air Force … Wikipedia
Aristion, S. (1) — 1S. Aristion, Chr. Discip. (22. Febr.) Vom Griech. ἀριστεῖον = Bestgabe, Preis des ersten Sieges etc. – Der hl. Aristion war nach dem Zeugnisse des Papias einer der 72 Jünger Christi und verkündete zu Salamis auf der Insel Cypern das Evangelium,… … Vollständiges Heiligen-Lexikon
αριστείο — το (Α άριστεῑα, τα κ. ιων. ήϊα) [αριστεύω] η αμοιβή, το έπαθλο που απονέμεται για ανδρεία ή γενναιοφροσύνη νεοελλ. το πρώτο βραβείο, τα πρωτεία για επίδοση και υπεροχή στις σπουδές ή στην κοινωνική και ηθική κυρίως δράση αρχ. (στον ενικό) τὸ… … Dictionary of Greek
ζαρίφης — Επώνυμο εθνικών ευεργετών και αγωνιστών. 1. Αθανάσιος. Αγωνιστής του 1821, από τη Λιβαδειά. Δραστήριος Φιλικός, όταν άρχισε η προπαρασκευή του Αγώνα, εργάστηκε με εξαιρετικό ζήλο και μεγάλη δραστηριότητα. Στη Βοιωτία μύησε πολλούς στο έργο της… … Dictionary of Greek
καλομοίρης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Νικόλαος. Πολέμησε σε όλη τη διάρκεια της Επανάστασης και τραυματίστηκε πολλές φορές. Μετά την αποκατάσταση κατατάχθηκε στην 11η τετραρχία της Φάλαγγας. 2. Παναγιώτης. Καταγόταν από τις Σπέτσες. Πήρε μέρος σε πολλές … Dictionary of Greek
υπερκρεμάννυμι — ΜΑ (συν. παθ.) ὑπερκρεμάννυμαι αναρτώμαι πάνω από κάποιον και, κυρίως, αναρτώμαι για χάρη κάποιου («χὠς ἀριστεῑον σφέων ὑπερκρεμασθείς, Χριστ. Πασχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + κρεμάννυμι «κρεμώ»] … Dictionary of Greek
Αβδάλης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αθανάσιος. Καταγόταν από τη Βοιωτία. Σκοτώθηκε την πρώτη μέρα της Επανάστασης. 2. Γιαννούλης. Γιος του προηγούμενου. Ύστερα από τον θάνατο του πατέρα του, με μια ομάδα 50 πολεμιστών αγωνίστηκε από το 1821 έως το… … Dictionary of Greek
Αγαπηνός — Επώνυμο οικογένειας εθνικών αγωνιστών από τους Γαργαλιάνους της Τριφυλίας. 1. Διονύσιος. Πολέμησε ως οπλαρχηγός στην Επανάσταση του 1821 και τιμήθηκε με το Αργυρούν Αριστείον του Αγώνα. 2. Σαράντος ή Σαραντέλος. Οπλαρχηγός του Μακεδονικού αγώνα… … Dictionary of Greek