-
1 Αριστείδης
-
2 Ἀριστείδης
-
3 Αριστειδης
- ου ὅ Аристид1) афинянин, сын Лисамаха, по прозвищу ὅ Δίκαιος, политический деятель, ум. в изгнании ок. 468 г. до н.э. Her., Thuc., Plut.2) предполож. родом из Милета, автор «Μιλησιακά», основоположник греч. романа II-I вв. до н.э. Plut.3) P. Aelius, греч. оратор II в. н.э., друг Марка Аврелия -
4 Ἀριστείδης
Аристид (знаменитый афинянин V в. до н.э.) -
5 φιλ-αριστείδης
φιλ-αριστείδης, ὁ, des Aristides Freund, Sp., Plan. 315.
-
6 Aristides
Ἀριστείδης, -ου, ὁ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Aristides
-
7 Αριστείδας
Ἀριστείδᾱς, Ἀριστείδηςmasc acc plἈριστείδᾱς, Ἀριστείδηςmasc nom sg (epic doric aeolic) -
8 Ἀριστείδας
Ἀριστείδᾱς, Ἀριστείδηςmasc acc plἈριστείδᾱς, Ἀριστείδηςmasc nom sg (epic doric aeolic) -
9 Αριστείδη
-
10 Aristides
Aristīdēs, is u. ī, Akk. em u. ēn, m. (Ἀριστείδης), griech. Männername, unter dem bes. bekannt sind: I) Sohn des Lysimachus aus der Phyle Antiochis u. dem Demos Alopeke, der durch seine Gerechtigkeitsliebe bekannte Athener, Zeitgenosse u. Nebenbuhler des Themistokles, Nep. Arist. 1 sqq. Cic. Sest. 141 (Genet. i). – II) ein schlüpfriger Dichter aus Milet, Verf. »milesischer Geschichten (Milesiaca)« unzüchtigen Inhalts, die L. Kornelius Sisenna ins Lateinische übersetzte, Ov. trist. 2, 413 u. 443. – III) ein Schüler des Bildhauers Polyklitus, Plin. 34, 50. (Akk. em, u. 35, 75 Akk. ēn).
-
11 κορυφαῖος
κορυφαῖος, obenan, ander Spitzestehend, ὁ κορυφαῖος, der Oberste, der Anführer; αὐτὸς ἕκαστος βουλόμενος κορ. εἶναι Her. 3, 82, vgl. 159. 6, 98; so Plat. Theaet. 173 c; die Parteihäupter, Pol. 28, 4, 6 u. a. Sp., die auch den superl. bilden, περιπατητικῶν ὁ κορυφαιότατος Plut. adv. Col. 14; Luc. Soloec. 5 tadelt den Ausdruck τῶν φίλων ὁ κορυφαιότατος, vgl. aber paras. 42 Alex. 30 u. Lob. zu Phryn. p. 69. – Bes. der Chorführer, Vorsänger, Vortänzer des Chors, Arist. polit. 3, 4, Posidon. bei Ath. IV, 152 b; vgl. Ar. Plut. 954 u. Schol.; Dem. 21, 60 sagt 'Ἀριστείδης καὶ γέρων ἐστὶν ἤδη καὶ ἴσως ἥττων χορευτής· ἦν δέ ποϑ' ἡγεμὼν τῆς φυλῆς κορυφαῖος; unterschieden von den Choregen; Arist. mund. 6 M. καϑάπερ ἐν χορῷ κορυφαίου κατάρξαντος συνεπηχεῖ πᾶς ὁ χορός. – Als Beiname des Zeus ( Jupiter capitolinus) u. der Artemis erwähnt bei Paus. 2, 4, 5. 28, 2.
-
12 μεθ-ίστημι
μεθ-ίστημι (s. ἵστημι), 1) trans., anders-, umstellen, ἐγώ τοι ταῦτα μεταστήσω, Od. 4, 612, wo Menelaos dem Telemach andere Geschenke zu geben verspricht, als er anfänglich gesagt hatte; καί σε δαίμονες νόσου μεταστήσειαν, Soph. Phil. 461, sie mögen dich in einen andern Zustand, als die Krankheit ist, versetzen, wie ἀπαλλάσσειν construirt, d. i. sie mögen dich von der Krankheit befreien; vgl. μετάστησον ἡμᾶς κακῶν Eur. Hel. 1458; μεταστήσουσ' ὕπνου τόνδ' ἡσυχάζοντα, Or. 133, d. i. sie werden ihn aus dem Schlafe aufwecken; πόδα εἰς ἄλλην χϑόνα, d. i. auswandern, Bacch. 49; μεϑιστάναι τοὺς τρόπους, geradezu verändern, I. A. 346, vgl. Alc. 172; Ar. Vesp. 748; ὄνομα μεταστήσαντες, Eur. Bacch. 296; μετέστησε τὰ νόμιμα, Her. 1, 65; auch = von einem Orte weg nach einem andern hinbringen, vertreiben, verjagen, μετάστησόν με ϑεᾶς σφαγίων, Eur. I. T. 775, vgl. εἰς ἄλλην χϑόνα μεταστήσω πόδα, Bacch. 49. Auch in Prosa, μεταστῆσαί τινος, Thuc. 4, 57, ἐκ τοῦ παρόντος κόσμου τὴν πόλιν μεταστήσας, nachdem er die gegenwärtige Verwaltung umgeändert, 7, 48, wie Plat. τὴν πολιτείαν μεϑίστησι, Rep. VIII, 562 c; τῶν νέων τὰ ἤϑη, Legg. VII, 797 c; πολιτείαν, νόμους, Xen. Hell. 2, 3, 17. 5, 4, 46; Folgde; τὴν δυναστείαν εἰς ἑαυτόν, übertragen, Pol. 22, 21, 1. – 2) in den intrans. tempp. u. im med. sich umstellen, anderswohin gehen, ἑτάροισιν μεϑίστατο, er trat zu den Freunden hin, Il. 5, 514; παλαιὸν δ' εἰς ἴχνος μετέσταν, Aesch. Suppl. 533; μετάσταϑ' ἀπόβαϑι vrbdt Soph. O. C. 160; ἐκ τυραννικοῦ κύκλου Κάλχας μεταστάς, Ai. 737, er trat aus dem Kreise; übtr., μεϑίσταμαι κότου, ich trete vom Groll weg, lasse ab, Aesch. Eum. 860; μεϑέστηκεν φυγῇ, Eur. Mad. 1295; u. dem act. entsprechend, μετέστημεν φόβου, μεταστήτω κακῶν, Rhes. 295 Mel. 862; auch βίου, Alc. 21; sich entfernen, τυράννοις ἐκποδὼν μεϑίστασο, Phoen. 40; pass., μετασταϑεῖσα τῶν φρενῶν, Bacch. 1269, wie μεϑέστηκας φρενῶν, 942, du bist von Sinnen gekommen; βίον, sterben, Alc. 21; μετέστη ξηρῶν τρόπων, Ar. Vesp. 1451, wie μεϑέστηχ' ὧν πρότερον εἶχε τρόπων, Plut. 365, hat sich vom frühern Sinn geändert; τῆς τύχης εὖ μετεστεώσης, da sich das Glück gut gewendet hat, Her. 1, 118; μετεστήκει, er hatte sich davon gemacht, 8, 81, wie μετιστάμενοι ἐκ τάξιος, 9, 58; von Staatsveränderungen, ἡ ὀλιγαρχία μετέστη, Plat. Rep. VIII, 553 e; ἐκ φωτὸς εἰς σκότος μεϑισταμένων, VII, 518 a; χωρία τὰ πρὸς Λακεδαιμονίους μεϑεστηκότα, die zu den L, übergegangen sind, Xen. Hell. 1, 4, 9; ἀπό τινος, Thuc. 8, 76; μετάστητε ἔξω, entfernt euch, Dem. 25, 23; μετασταϑεὶς Ἀριστείδης ἐν Αἰγίνῃ διέτριβε, verbannt, 26, 6; μεϑίστασϑαι, verändert werden, Pol. 6, 9, 10; – Ar. sagt auch κοὐ μεϑίστησι τοῦ χρώματος, Equ. 397, er verändert nicht die Farbe. – 3) aor. I. med. von sich wegstellen, μεταστησάμενος τοὺς ἄλλους, nachdem er die andern hatte abtreten lassen, Her. 1, 89. 8, 101, wie Thuc. 1, 79; Xen. Hell. 4, 1, 5 u. sonst; auch τὰς φρουρὰς ἐκ τῶν πόλεων, sie abmarschiren lassen, Pol. 18, 27, 4; auch = verbannen, Aesch. 3, 129; Plut. Aristid. 7.
-
13 Αριστείδαν
-
14 Ἀριστείδαν
-
15 Αριστείδαο
-
16 Ἀριστείδαο
-
17 Αριστείδην
-
18 Ἀριστείδην
-
19 Αριστείδου
-
20 Ἀριστείδου
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ἀριστείδης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αριστείδης — I (o Δίκαιος, 540 π.Χ. – 468 π.Χ.). Αθηναίος στρατηγός και πολιτικός. Γιος του Λυσιμάχου, από τον δήμο Αλωπεκής της Αντιοχίδας φυλής, αναμείχτηκε στην πολιτική μετά την κατάλυση (στην οποία ίσως συνέβαλε) της τυραννίδας των Πεισιστρατιδών (510),… … Dictionary of Greek
Αριστείδης — ο κύρ. όνομα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Γλαράκης, Αριστείδης — (1836 – 1914). Νομικός, πολιτικός και δημοσιογράφος. Αγωνίστηκε για την έξωση του Όθωνα και ήταν αρχηγός της νεολαίας του πανεπιστημίου κατά τις φοιτητικές ταραχές, τις γνωστές ως Σκιαδικά (1859). Διετέλεσε πληρεξούσιος των Χίων στην… … Dictionary of Greek
Δαμαλάς, Αριστείδης — (Πειραιάς 1855 – Παρίσι 1889). Ηθοποιός του θεάτρου, που διακρίθηκε κυρίως στη Γαλλία. Μετά τις στοιχειώδεις σπουδές του στον Πειραιά ταξίδεψε στην Αγγλία και στη Γαλλία για να μάθει τις αντίστοιχες γλώσσες. Έπειτα από τετράχρονη διαμονή στο… … Dictionary of Greek
Καρύδης-Φουκς, Αριστείδης — (Δρέσδη 1928 – Αθήνα 1998). Διευθυντής φωτογραφίας και σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Σπούδασε φωτογραφία στη Βιέννη και έκανε την πρώτη του εμφάνιση στη διεύθυνση φωτογραφίας το 1947 με το Μια μεγάλη αγάπη. Εργάστηκε σε περισσότερες από 45… … Dictionary of Greek
Μωραϊτίνης, Αριστείδης — I (Σμύρνη 1806 – 1875). Νομικός και πολιτικός. Σπούδασε νομικά στην Ιταλία και στη Γαλλία. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του γνωρίστηκε με τον Ιωάννη Καποδίστρια, με την προτροπή του οποίου εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα. Ακολούθησε το δικαστικό κλάδο … Dictionary of Greek
Οικονόμος, Αριστείδης — (1835 – 1890). Νομομαθής και δικαστικός. Καταγόταν από τα Καλάβρυτα. Διετέλεσε εφέτης στην Αθήνα και από τη θέση αυτή συνετέλεσε στην απαλλαγή από τη δίωξη του Χαρίλαου Τρικούπη, μετά τη δημοσίευση του άρθρου του Τις πταίει. Αργότερα διορίστηκε… … Dictionary of Greek
Στεργιάδης, Αριστείδης — Νομομαθής και πολιτικός (1861 – 1950). Σπούδασε νομικά στο Παρίσι και άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου στη γενέτειρά του, το Ηράκλειο της Κρήτης. Παράλληλα, ασχολήθηκε με την πολιτική και το 1905 πήρε ενεργά μέρος στην επανάσταση στο Θέρισο.… … Dictionary of Greek
Ἀριστείδη — Ἀριστείδης masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀριστείδην — Ἀριστείδης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)