Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀριστευτικός

См. также в других словарях:

  • αριστευτικός — ἀριστευτικός, ή, όν (Α) [αριστεύω] ο ικανός για έξοχα κατορθώματα …   Dictionary of Greek

  • ἀριστευτικά — ἀριστευτικός of neut nom/voc/acc pl ἀριστευτικά̱ , ἀριστευτικός of fem nom/voc/acc dual ἀριστευτικά̱ , ἀριστευτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριστευτικήν — ἀριστευτικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»