-
1 ἀριστευτικός
ἀριστευτικός, sich auszeichnend, wacker, tapfer, Sp.
-
2 αριστευτικος
-
3 ἀριστευτικός
ἀριστευτικός, sich auszeichnend, wacker, tapfer -
4 ἀριστευτικός
A of, belonging to valiant deeds, Max.Tyr.29.1, Plu.2.319b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀριστευτικός
-
5 αριστευτικά
ἀριστευτικόςof: neut nom /voc /acc plἀριστευτικά̱, ἀριστευτικόςof: fem nom /voc /acc dualἀριστευτικά̱, ἀριστευτικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
6 ἀριστευτικά
ἀριστευτικόςof: neut nom /voc /acc plἀριστευτικά̱, ἀριστευτικόςof: fem nom /voc /acc dualἀριστευτικά̱, ἀριστευτικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
7 αριστευτικήν
-
8 ἀριστευτικήν
См. также в других словарях:
αριστευτικός — ἀριστευτικός, ή, όν (Α) [αριστεύω] ο ικανός για έξοχα κατορθώματα … Dictionary of Greek
ἀριστευτικά — ἀριστευτικός of neut nom/voc/acc pl ἀριστευτικά̱ , ἀριστευτικός of fem nom/voc/acc dual ἀριστευτικά̱ , ἀριστευτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριστευτικήν — ἀριστευτικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)