-
1 αριστευτικος
См. также в других словарях:
αριστευτικός — ἀριστευτικός, ή, όν (Α) [αριστεύω] ο ικανός για έξοχα κατορθώματα … Dictionary of Greek
ἀριστευτικά — ἀριστευτικός of neut nom/voc/acc pl ἀριστευτικά̱ , ἀριστευτικός of fem nom/voc/acc dual ἀριστευτικά̱ , ἀριστευτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριστευτικήν — ἀριστευτικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)