-
1 αρθριτικός
-
2 ἀρθριτικός
-
3 ἀρθρῑτικός
ἀρθρῑτικός (die Gelenke betreffend), gichtisch krank, Damoch. com. Ath. III, 102 b (v. 32); Diosc.; Cic. Att. 9, 23.
-
4 αρθριτικος
-
5 ἀρθριτικός
II diseased in the joints, gouty, Id.Epid.6.4.3, Damox.2.32, Cic.Fam.9.23:τὰ -κά Hp.Epid.7.100
;ἀ. ἀλήματα Gal.17(2).125
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρθριτικός
-
6 ἀρθρῑτικός
ἀρθρῑτικός (die Gelenke betreffend), gichtisch krank -
7 αρθριτικός
η, όν мед.1) подагрический; 2) страдающий подагрой, суставным ревматизмом -
8 αρθριτικός
arthritique -
9 αρθριτικά
ἀρθριτικόςof: neut nom /voc /acc plἀρθριτικά̱, ἀρθριτικόςof: fem nom /voc /acc dualἀρθριτικά̱, ἀρθριτικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
10 ἀρθριτικά
ἀρθριτικόςof: neut nom /voc /acc plἀρθριτικά̱, ἀρθριτικόςof: fem nom /voc /acc dualἀρθριτικά̱, ἀρθριτικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
11 αρθριτικών
-
12 ἀρθριτικῶν
-
13 αρθριτικόν
-
14 ἀρθριτικόν
-
15 αρθριτικαίς
-
16 ἀρθριτικαῖς
-
17 αρθριτικαί
-
18 ἀρθριτικαί
-
19 αρθριτικοίς
-
20 ἀρθριτικοῖς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀρθριτικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρθριτικός — ή, ό (Α ἀρθριτικός, ή, όν) [αρθρίτιδα] 1. αυτός που πάσχει από αρθρίτιδα 2. (το ουδ. στον πληθ.) τα αρθριτικά η αρθρίτιδα νεοελλ. αυτός που έχει σχέση με την αρθρίτιδα αρχ. αυτός που έχει σχέση με τις αρθρώσεις του σώματος … Dictionary of Greek
αρθριτικός — ή, ό αυτός που υποφέρει από αρθρίτιδα· το ουδ. ως ουσ., τα αρθριτικά η αρρώστια αρθριτισμός: Κάνει ζεστά μπάνια, γιατί υποφέρει από αρθριτικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀρθριτικά — ἀρθριτικός of neut nom/voc/acc pl ἀρθριτικά̱ , ἀρθριτικός of fem nom/voc/acc dual ἀρθριτικά̱ , ἀρθριτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρθριτικῶν — ἀρθριτικός of fem gen pl ἀρθριτικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρθριτικόν — ἀρθριτικός of masc acc sg ἀρθριτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρθριτικαῖς — ἀρθριτικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρθριτικαί — ἀρθριτικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρθριτικοῖς — ἀρθριτικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρθριτικοῖσι — ἀρθριτικός of masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρθριτικοῖσιν — ἀρθριτικός of masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)