-
1 αρηγόνος
-
2 ἀρηγόνος
-
3 ἀρηγών
ἀρηγών, όνος, ὁ, ἡ, Helfer, Helferin, Hom. zweimal, als fem., Iliad. 5, 511 ἡ γάρ ῥα πέλεν Δαναοῖσιν ἀρηγών, 4, 7 δοιαὶ Μενελάῳ ἀρηγόνες εἰσὶ ϑεάων; vgl. Scholl.; als masc. Batrach. 281 πάντες ἴωμεν ἀρηγόνες; als adject. Opp. Hal. 5, 108 ἀρηγόνος ἡνιόχοιο.
-
4 ἀρηγών
См. также в других словарях:
ἀρηγόνος — ἀρηγών helper masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)