1 ἀρδεύω
βόσκομαι καὶ ἀρδεύομαι M.Ant.5.4
Θουκυδίδης] ὁ τὸν Δημοσθένην πολλάκις ἀρδεύσας Chor.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρδεύω