-
1 ἀργομέτωπος
ἀργομέτωπος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀργομέτωπος
-
2 αργομέτωποι
-
3 ἀργομέτωποι
См. также в других словарях:
αργομέτωπος — ἀργομέτωπος, ον (Α) αυτός που έχει την επιφάνεια ακατέργαστη («ἀργομέτωποι λίθοι») … Dictionary of Greek
ἀργομέτωποι — ἀργομέτωπος with rough hewn faces masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αργός — I Πόλη (υψόμ. 40 μ., 24.239 κάτ.), του νομού Αργολίδος, έδρα του ομώνυμου δήμου. Χτισμένο στη θέση της αρχαίας πόλης, διατήρησε το ίδιο όνομα από πανάρχαια χρόνια. Σήμερα είναι ανεπτυγμένο εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο με ωραία ρυμοτομία.… … Dictionary of Greek
μέτωπο — (Ανατ.). Το μεταξύ των δύο κροτάφων, του τριχωτού της κεφαλής και των φρυδιών ανώτερο μέρος του προσώπου του ανθρώπου, καθώς και το πάνω εμπρός μέρος της κεφαλής των ζώων. μετωπιαίο οστό. Οστό, στο πρόσθιο μέρος του κρανίου, που σχηματίζει το… … Dictionary of Greek