-
1 αργομέτωποι
-
2 ἀργομέτωποι
См. также в других словарях:
ἀργομέτωποι — ἀργομέτωπος with rough hewn faces masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αργομέτωπος — ἀργομέτωπος, ον (Α) αυτός που έχει την επιφάνεια ακατέργαστη («ἀργομέτωποι λίθοι») … Dictionary of Greek