-
1 ἀργι-όδους
ἀργι-όδους, οντος. weißzahnig; Hunde, Iliad. 11, 292; Schweine, Iliad. 9, 539. 10, 264. 23, 32 Od. 8, 60. 476. 11, 413. 14, 416. 423. 438. 532.
-
2 ἀργιόδους
ἀργι-όδους, weißzahnig; Hunde; Schweine
См. также в других словарях:
αργι- — με τη μορφή αργι εμφανίζεται ως α συνθετικό αρχαίων σύνθετων λέξεων το ομηρ. επίθετο αργός* (Ι), κυρίως με τη σημασία «στιλπνός, λαμπρός» (πρβλ. αργικέραυνος) αλλά και με τη σημασία «ταχύς, γρήγορος» (πρβλ. αργίπους). Εντύπωση στη σύνθεση… … Dictionary of Greek
αργιόδους — ἀργιόδους κ. ἀργιόδων ( οντος), ο, η (Α) αυτός που έχει λευκά, αστραφτερά δόντια. [ΕΤΥΜΟΛ. αργιόδους < αργι * + οδους < οδούς ( όντος) (πρβλ. αραιόδους, μεγαλόδους κ.ά.) και αργιόδων < αργι * + οδων < οδών, ( όντος) (πρβλ. καρχαρόδων … Dictionary of Greek