-
1 ἀργιόδους
A white-toothed, white-tusked,λευκοὶ ὀδόντες ἀργιόδοντος ὑός Il.10.264
, cf. Od.8.60, etc.;κύνες Il.11.292
:—also [suff] ἀργῐ-όδων, A.R.2.820.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀργιόδους
-
2 ἀργιόδους
ἀργι - όδους, οντος: white - toothed; epith. of dogs and swine.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀργιόδους
См. также в других словарях:
αργι- — με τη μορφή αργι εμφανίζεται ως α συνθετικό αρχαίων σύνθετων λέξεων το ομηρ. επίθετο αργός* (Ι), κυρίως με τη σημασία «στιλπνός, λαμπρός» (πρβλ. αργικέραυνος) αλλά και με τη σημασία «ταχύς, γρήγορος» (πρβλ. αργίπους). Εντύπωση στη σύνθεση… … Dictionary of Greek
αργιόδους — ἀργιόδους κ. ἀργιόδων ( οντος), ο, η (Α) αυτός που έχει λευκά, αστραφτερά δόντια. [ΕΤΥΜΟΛ. αργιόδους < αργι * + οδους < οδούς ( όντος) (πρβλ. αραιόδους, μεγαλόδους κ.ά.) και αργιόδων < αργι * + οδων < οδών, ( όντος) (πρβλ. καρχαρόδων … Dictionary of Greek