Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀραίου

См. также в других словарях:

  • ἀραιοῦ — ἀραιός thin masc/neut gen sg ἀ̱ραιοῦ , ἀραιόω make porous imperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀραιόω make porous pres imperat mp 2nd sg ἀραιόω make porous imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀραίου — ἀραί̱ου , ἀραῖος prayed to masc/neut gen sg ἀραί̱ου , ἀραῖος prayed to masc/fem/neut gen sg ἀ̱ραίου , ἀραιόω make porous imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀραιόω make porous pres imperat act 2nd sg ἀραιόω make porous imperf ind act 3rd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αραιότητα — η (Α ἀραιότης) 1. (στη σύσταση των πράγματων) η ιδιότητα ή η κατάσταση του αραιού, η χαλαρότητα 2. σπανιότητα, σποραδικότητα …   Dictionary of Greek

  • λευκίνη — Αλειφατικό αμινοξύ με χημικό τύπο (CH3)2CHCH2CH(NH2)COOH, το οποίο αποτελεί ανώτερο ομόλογο της γλυκόκολας. Αποτελείται από άχρωμους κρυστάλλους, έχει σημείο τήξης 293 295°C, είναι ελάχιστα διαλυτή στο κρύο νερό και έχει μοριακό βάρος 131,8.… …   Dictionary of Greek

  • οξικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο όξος, στο ξίδι 2. χημ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή οφείλεται στο οξικό οξύ (α. «οξικές ιδιότητες» β. «οξικό άλας» γ. «οξικός εστέρας») 3. φρ. α) «οξικό οξύ» άκυκλη οργανική ένωση, κορεσμένο… …   Dictionary of Greek

  • οφθαλμοαντίδραση — και οφθαλμαντίδραση, η διαγνωστική δοκιμασία που γίνεται με την ενστάλαξη μικρής ποσότητας αραιού διαλύματος μιας ουσίας στο μάτι …   Dictionary of Greek

  • ρακί — Οινοπνευματούχο ποτό, που παρασκευάζεται ύστερα από απόσταξη αραιού οινοπνεύματος με διάφορες φυτικές αρωματικές ύλες. Πολλές φορές στο απόσταγμα βάζουν και ορισμένη ποσότητα ζάχαρης. * * * το, Ν άκλ. βλ. ρακή …   Dictionary of Greek

  • σακκελίδα — η, Ν είδος βαμβακομάλλινου, συνήθως μονόχρωμου, αραιού υφάσματος, σάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάκκος. Η λ., στον λόγιο τ. σακκελίς, μαρτυρείται από το 1884 στον Ηλ. Κανελλόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • σανκουλί — το, Ν άκλ. είδος λεπτού, αραιού και αρκετά κολλαριστού υφάσματος το οποίο τοποθετείται στο εσωτερικό ενδύματος και χρησιμεύει για τη στερέωση τών περιλαιμίων, τών γιακάδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. sagulum, i (< sagum, i «χοντρό πανωφόρι,… …   Dictionary of Greek

  • υποφωσφορώδης — ες, Ν φρ. α) «υποφωσφορώδες οξύ» χημ. ανόργανη χημική ένωση τού φωσφόρου, οξύ που παρασκευάζεται με οξίνιση, με την βοήθεια αραιού διαλύματος θειικού οξέος, ενός διαλύματος υποφωσφορώδους βαρίου, το οποίο με τη σειρά του παράγεται κατά την… …   Dictionary of Greek

  • διαστρική ύλη — Η διάχυτη ύλη που βρίσκεται μεταξύ των διαφόρων αστέρων. Από την εποχή του Γαλιλαίου, όταν οι αστρονόμοι απέκτησαν τη δυνατότητα να παρατηρούν και να ερευνούν τον ουρανό με τηλεσκόπια, κατόρθωσαν να διακρίνουν διάφορα λευκά φωτεινά νέφη σε πολλά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»