-
1 αραχνίοις
-
2 ἀραχνίοις
-
3 περιδέω
A bind, tie round or on,τινί τι Hdt.1.193
, Ar.Ec. 127:— [voice] Med., bind round oneself,περισφύριον περιδέεται Hdt.4.176
;τὴν ᾤαν π. περὶ τὴν ὀσφύν Hermipp.53
; λόφον, πώγωνα, στεφάνους π., Ar.Ra. 1038, Ec. 100, 122 ; of pugilists,ἐπισφαίροις π. τὰς χεῖρας Plu.2.825e
; .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιδέω
-
4 περιελίσσω
A roll or wind round,τι περί τι Hdt.8.128
, X.Cyn.6.17, IG42(1).122.103 (Epid.);τί τινι Hp.Art.80
, Aen.Tact. 18.12 :—[voice] Med., ἱμάντας περιειλίττονται wind caestus straps round their arms, Pl.Prt. 342c:—[voice] Pass., to be wound round, , cf. 113b, 113c ;οἱ ὄφεις περιελίττονται ἀλλήλοις Arist.HA 540b2
;δράκων.. περὶ τὸν ἄξονα περιηλιγμένος IG42(1).122.71
(Epid.) ;τριβόλους στιππύῳ περιειλιγμένους Ph. Bel.95.8
.2 intr., wind about, of a guide, μηδὲν ὑγιὲς στρέφειν καὶ π. Plu.Crass.29 :—[voice] Pass., rotale, (dub.); of troops, wheel, Arr.Tact.21.3 : so intr. in [voice] Act., ib. 39.3.II envelop by winding round, of a spider,περιδεῖ καὶ π. τοῖς ἀραχνίοις Arist.HA 623a14
; [ὁ ἐλέφας τῷ μυκτῆρι] τὰ δένδρα π. Id.PA 659a1 :—[voice] Med. c. dat., ἐπιτίθεται καὶ περιελίττεται (v.l. - ελίττει)καὶ τοῖς μείζοσι ζῴοις Id.HA 623a34
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιελίσσω
См. также в других словарях:
ἀραχνίοις — ἀράχνιον spider s web neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Solon — (altgriechisch Σόλων; * wohl um 640 v. Chr. in Athen; † vermutlich um 560 v. Chr.) war ein griechischer Lyriker und athenischer Staatsmann. Mit seinem Namen verbinden sich vor allem die Reformen, die er in Athen durchführte. Er wird zu den sieben … Deutsch Wikipedia
паоучина — ПАОУЧИН|А (13), Ы с. Паутина: и иже все мимоходить. и хѹже паѹчины. СкБГ XII, 9г; ты бо свѣси немощь ѥстьства моѥго ˫ако и хѹже паѹчины ѡбрѣтаюсѧ. СбЯр XIII2, 172; Ча˫аниѥ будущи(х) бл҃гъ. нынѣшнѧ˫а ѿрѣють желани˫а. будущи˫а жизни. всю сию жизнь… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
περιελίσσω — ΝΜΑ τυλίγω κάτι γύρω από κάτι άλλο νεοελλ. 1. ναυτ. περιβάλλω, τυλίγω με λεπτή δετηρία άλλο χοντρότερο σχοινί, κν. πατερνάρω 2. φρ. «περιελισσόμενα φυτά» τα αναρριχώμενα φυτά αρχ. 1. περιστρέφομαι, κουλουριάζομαι γύρω από κάτι 2. κατασκευάζω γύρω … Dictionary of Greek
φάλαγγα — Τυπικός στρατιωτικός σχηματισμός στην αρχαία Ελλάδα, που τον αποτελούσαν πολεμιστές που παρατάσονταν κατά μέτωπο σε διάφορες σειρές και ήταν οπλισμένοι με ακόντια και ασπίδες. Με την πυκνή τάξη της, η μονάδα αυτή, εκτός του ότι αποτελούσε… … Dictionary of Greek