-
1 αραιότης
-
2 ἀραιότης
-
3 ἀραιότης
-
4 αραιοτης
-
5 ἀραιότης
ἀραιότης, die Beschaffenheit des Dünnen, Schwammigen -
6 ἀραιότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀραιότης
-
7 αραιοτήτων
-
8 ἀραιοτήτων
-
9 αραιότησι
-
10 ἀραιότησι
-
11 αραιότησιν
-
12 ἀραιότησιν
-
13 αραιότητα
-
14 ἀραιότητα
-
15 αραιότητας
-
16 ἀραιότητας
-
17 αραιότητες
-
18 ἀραιότητες
-
19 αραιότητι
-
20 ἀραιότητι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀραιότης — looseness of substance fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραιοτήτων — ἀραιότης looseness of substance fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραιότησι — ἀραιότης looseness of substance fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραιότησιν — ἀραιότης looseness of substance fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραιότητα — ἀραιότης looseness of substance fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραιότητας — ἀραιότης looseness of substance fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραιότητες — ἀραιότης looseness of substance fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραιότητι — ἀραιότης looseness of substance fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραιότητος — ἀραιότης looseness of substance fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αραιότητα — η (Α ἀραιότης) 1. (στη σύσταση των πράγματων) η ιδιότητα ή η κατάσταση του αραιού, η χαλαρότητα 2. σπανιότητα, σποραδικότητα … Dictionary of Greek
φοργάνη — ή φοργόνη Α (κατά τον Ησύχ.) «ἡ ἀραιότης» … Dictionary of Greek