Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀραιότης

См. также в других словарях:

  • ἀραιότης — looseness of substance fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀραιοτήτων — ἀραιότης looseness of substance fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀραιότησι — ἀραιότης looseness of substance fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀραιότησιν — ἀραιότης looseness of substance fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀραιότητα — ἀραιότης looseness of substance fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀραιότητας — ἀραιότης looseness of substance fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀραιότητες — ἀραιότης looseness of substance fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀραιότητι — ἀραιότης looseness of substance fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀραιότητος — ἀραιότης looseness of substance fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αραιότητα — η (Α ἀραιότης) 1. (στη σύσταση των πράγματων) η ιδιότητα ή η κατάσταση του αραιού, η χαλαρότητα 2. σπανιότητα, σποραδικότητα …   Dictionary of Greek

  • φοργάνη — ή φοργόνη Α (κατά τον Ησύχ.) «ἡ ἀραιότης» …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»