-
1 αραιός
-
2 αραιος...
ἁραιός...ἀραιός, ἁραιός31) узкий, тонкий(γλῶσσαι Hom.)
2) тесный(εἴσοδος Hom.)
3) слабый(κνῆμαι, χείρ Hom.; φωνά Theocr.)
4) легкий быстроходный(νῆες Hes.)
5) небольшой глубины(φάλαγγες Xen.)
6) неплотный(ὀμίχλη νέφους Arst.)
7) редкий(τρίχες Arst.)
8) рыхлый, пористый(ὀστοῦν Arst.; σπόγγοι Diod.)
9) скудный(τροφή Arst.)
-
3 αραίος
-
4 ἀραῖος
-
5 ἀραιός
ἀραιός, ά, όν, nach den Atticisten att. ἁραιός; auch bei Hom. so zu lesen nach Herodian., Scholl. Iliad. 18, 411 δασύνεται τὸ ἁραιαί, Scholl. Od. 10, 90 δασυντέον τὸ άραιή; vgl. Scholl. Iliad. 5, 425; – dünn, schmal, eng, schwach; γλώσσῃσιν ἁραιῇσιν, Zungen der Wölfe, Iliad. 16, 161; ἁραιὴ εἴσοδος, eines Hafens, Od. 10, 90; κνῆμαι ἁραιαί, des hinkenden Hephästos, Iliad. 18, 411. 20, 37; χεῖρα ἁραιήν, der unkriegerischen Aphrodite, 5, 425; vgl. Nicias 8 (VII, 200); φωνή Theocr. 13, 59; Qu. Sm. 9, 466; νῆας, leichte, Hes. O. 807, nach Schol. ἐλαφράς; E. M. erkl. βλαπτικάς, u. las wohl ἀραίας. Es bildet bes. den Ggstz zu πυκνός, nicht dicht, sondern einzeln stehend, φάλαγγες ἀραιαί τε καὶ βαϑύτεραι Xen. Lac. 11, 6; ὀμίχλη νέφους ἀραιοτέρα Arist. mund. 4; bes. bei sp. D., z. B. δάφνη Nic. Th. 575, Schol. λεπτόφυλλος; dah. bei Medic. σφυγμός, πνεῠμα, langsam, nach langen Zwischenräumen; – ἀραιὰ γαστήρ Nic. Th. 133, der Unterleib, die Weichen (Dünnung); auch subst. ἡ ἀραιά. – Adv. ἀραιῶς, z. B. ϑύρα ἀρ. ἐπικειμένη Suid.
-
6 ἀραῖος
ἀραῖος, α, ον, auch 2 Endungen, Soph. Ant. 859, 1) verfluchend, dah. unheilbringend, Hesych. βλαβερός; Aesch. Ag. 1546; Soph. Tr. 1192; Eur. Med. 608. – 2) angefleht, πρὸς ἀραίου Διός Soph. Phil. 1167, Schol. ἱκέσιος. – 3) verflucht, VLL. κατάρατος, fluchbeladen, Tragg. öfter, z. B. ἀραῖος ὀλοίμαν Soph. O. R. 642; vgl. 276 ὥσπερ μ' ἀραῖον ἔλαβες. Auch Prosa, Plat. Legg. XI, 931 c, Lesart der codd. für die vulg. βλαβερός.
-
7 ἀραιός
Grammatical information: adj.Meaning: `thin, slender, few and far between' (Il.).Other forms: ἁρ- Hdn. Gr.; also in mss.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Unexplained. The word prob. had Ϝ- (Sommer Lautst. 114). Cf. Specht KZ 59, 63. Fur. 339 etc. compares ἀρβός διεστός, ἀραιος, ἐλαφρός Η. if for\/from *ἀραβος; very uncertain. (Impossible vW.)Page in Frisk: 1,128Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀραιός
-
8 ἀραιός
-
9 ἀραιός
A thin, slender, κνῆμαι, χείρ, γλῶσσαι, Il.l.c., 5.425, 16.161; ; narrow,εἴσοδος Od.10.90
; of ships, Hes.Op. 809; φάλαγγες ἀ., opp. βαθύτεραι, X.Lac.11.6, cf. Plu.Crass.23; ἀραιᾷ τροφῇ χρῆσθαι meagre, of diet, Arist.Pol. 1335b13.II later, of the substance of bodies, of loose texture, opp. πυκνός, Anaximen.I, Meliss.7, Anaxag. 12,15, cf. Emp.104 ([comp] Sup.), Thphr.CP2.4.7, etc.; opp. πίων, Arist. Pr. 880a38; freq. in Hp., as VM22;δέρμα Aph.5.71
;ὀστέον Art.33
;εἴρια Mul.1.1
;ὁμίχλη.. νέφους ἀραιοτέρα Arist.Mu. 394a21
, cf. Mete. 364b25 ([comp] Comp.);σπόγγοι D.S.3.14
.2 in Tactics,in open order, opp.πυκνός, τὸ ἀραιότατον [διάστημα] Ascl.Tact.4.1, etc.III intermittent,πνεῦμα Hp.Epid.1.26
.ά, β; ἆσθμα, βήξ, Aret.SD1.11, etc. Adv.- ῶς Hp.Nat.Puer.24
; of the pulse, Gal.9.444,al.VI of the voice, thin, Theoc.13.59. (Homeric metre proves ϝαραιός.) -
10 ἀραῖος
2 prayed against, accursed, (lyr.);πότμος ἀ. ἐκ πατρός Id.Th. 898
(lyr.); μ' ἀραῖον ἔλαβες you adjured me under a curse, S. OT 276. -
11 ἀραιός
ἀραιός: slender, frail, Il. 5.425, Il. 18.411 ; εἴσοδος, ‘narrow,’ Od. 10.90.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀραιός
-
12 ἀραιός
ἀραιός, dünn, schmal, eng, schwach. Es bildet bes. den Ggstz zu πυκνός, nicht dicht, sondern einzeln stehend; langsam, nach langen Zwischenräumen; ἀραιὰ γαστήρ, der Unterleib, die Weichen (Dünnung) -
13 ἀραῖος
-
14 αραιος
I.ἀραιός, ἁραιός31) узкий, тонкий(γλῶσσαι Hom.)
2) тесный(εἴσοδος Hom.)
3) слабый(κνῆμαι, χείρ Hom.; φωνά Theocr.)
4) легкий быстроходный(νῆες Hes.)
5) небольшой глубины(φάλαγγες Xen.)
6) неплотный(ὀμίχλη νέφους Arst.)
7) редкий(τρίχες Arst.)
8) рыхлый, пористый(ὀστοῦν Arst.; σπόγγοι Diod.)
9) скудный(τροφή Arst.)
II.3 и 21) призываемый в молитвах(Ζεύς Soph.)
2) отягощенный проклятьем, проклятый(γονά Aesch.; ἀραῖόν τινα λαβεῖν Soph.)
3) гибельный, губительный, несущий проклятье(τινι Aesch., Soph., Plat.)
-
15 ἀραιός
Βλ. λ. αραιός -
16 ἁραιός
Βλ. λ. αραιός -
17 αραιός
-
18 αραιός
[арэос] επ редкий, не густой. -
19 αραιός
1) cienki przym.2) rzadki przym. -
20 αραιός
1) sparse2) thinΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αραιός
См. также в других словарях:
ἀραῖος — prayed to masc nom sg ἀραῖος prayed to masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁραιός — ἀραιός , ἀραιός thin masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αραίος — ἀραῑος, α, ον και ος, ον (Α) [αρά] 1. αυτός που τον παρακαλούν, τον ικετεύουν 2. καταραμένος, φορτωμένος κατάρες 3. αυτός που προξενεί βλάβη, επιβλαβής, ολέθριος … Dictionary of Greek
αραιός, -ή, -ό — και αριός, ά, ό και αρύς, ιά, ύ επίρρ. αιά και ιά 1. ανάριος, όχι πυκνός, αγανός: Τα δέντρα τα φύτεψες πολύ αραιά. 2. αυτός που παρουσιάζει κενά κατά διαστήματα τοπικά ή χρονικά: Αριά και πού έρχεται και τον βλέπουμε. 3. νερουλός, όχι πηχτός:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀραιός — thin masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αραιός — ή, ό (AM ἀραιός, ά, όν) 1. ο μη πυκνός στη σύστασή του 2. αυτός που έχει κενά κατά διαστήματα ΙΙ νεοελλ. όποιος δεν γίνεται συχνά αρχ. 1. ο ασθενικός, ο άτονος 2. ο στενός 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἀραιά η γαστήρ, η κοιλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η … Dictionary of Greek
ἀραῖον — ἀραῖος prayed to masc acc sg ἀραῖος prayed to neut nom/voc/acc sg ἀραῖος prayed to masc/fem acc sg ἀραῖος prayed to neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραιά — ἀραιός thin neut nom/voc/acc pl ἀραιά̱ , ἀραιός thin fem nom/voc/acc dual ἀραιά̱ , ἀραιός thin fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραιῶν — ἀραιός thin fem gen pl ἀραιός thin masc/neut gen pl ἀραιόω make porous pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἀραιόω make porous pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἀραιόω make porous pres part act masc nom sg ἀραιόω make porous… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραιόν — ἀραιός thin masc acc sg ἀραιός thin neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραῖα — ἀραῖος prayed to neut nom/voc/acc pl ἀραῖος prayed to neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)