-
1 παρ-ήκοος
παρ-ήκοος, daneben, falsch hörend, ungehorsam, Sp.
-
2 παντ-ήκοος
παντ-ήκοος, Alles hörend, Sp.
-
3 παν-ήκοος
παν-ήκοος, Alles hörend, Sp.
-
4 πολυ-ήκοος
πολυ-ήκοος, viel hörend, der viel gehört, gelernt hat, vielkundig; Plat. Phaedr. 275 a; καὶ πολυμαϑής, Legg. VII, 810 e; τῶν βιβλίων, Damasc. bei Suid.
-
5 συν-ήκοος
συν-ήκοος, mithörend; τῶν λόγων, Plat. Legg. IV, 711 e; τῷ κορυφαίῳ, im Stande den Chorführer mitzuhören, Plut. Symp. 5, 5, 1, u. öfter.
-
6 φιλ-υπ-ήκοος
φιλ-υπ-ήκοος, seine Unterthanen liebend, Plut. Artax. 30.
-
7 φιλ-ήκοος
φιλ-ήκοος, das Zuhören liebend, gern anhörend, aufmerksam; Plat. Euthyd. 274 c; καὶ φιλόμουσος Rep. VIII, 548 e; Pol. 4, 40, 1 u. oft, vgl. bes. 7, 7,8; Luc. Somn. 5.
-
8 βραδυ-ήκοος
βραδυ-ήκοος, langsam, schwer hörend, E. M.
-
9 κατ-ήκοος
κατ-ήκοος, 1) behorchend, als Verräther, Spion; Her. 1, 100; κατάσκοποι καὶ κατήκοοι D. Cass. 42, 17. – 2) darauf hörend, gehorchend; Soph. Ant. 638; τινός, Plat. Men. 71 e Rep. VIII, 562 d; τινί, VI, 499 b; unterworfen, Unterthan, ἔσαν οὗτοι Μήδων κατήκοοι Her. 1, 72; Κροίσῳ ἔσαν κατήκοοι 1, 141. – 31 erhörend, εὐχωλῇσι Antiphil. 5 (VI, 199); übh. hörend, κατήκοος λόγων, der Hörer, Plat. Ax. 365 b.
-
10 εὐ-ήκοος
εὐ-ήκοος, gut, leicht hörend, Hippocr. u. Folgde; εὐηκοωτέρα ἡ νὺξ τῆς ἡμέρας, in der Nacht hört man leichter als bei Tage, Arist. probl. 11, 5; – leicht auf Etwas hörend, willig Folge leistend, gehorsam, Arist. Eth. 1, 13 u. A. – Von den Göttern, zu erhören geneigt, dor. Form εὐάκοος ϑνατοῖς, Leon. Tar. 29 (IX, 316); Inscr. – Adv., εὐηκόως διακεῖσϑαι πρός τι, gehorsam sein gegen, Pol. 27, 6, 7.
-
11 βαρυ-ήκοος
βαρυ-ήκοος, schwer hörend, Hippocr. u. Sp.
-
12 δυς-ήκοος
-
13 αὐτ-ήκοος
αὐτ-ήκοος, 1) selbst hörend, Ohrenzeuge. τινὸς γενέσϑαι Thuc. 1, 133; Plat. Legg. II, 658 c; Plut. de ed. lib. 13. – 2) sich allein gehorchend, unabhängig, Sp.
-
14 ἀπ-ήκοος
-
15 ἀρι-ήκοος
-
16 ἀν-υπ-ήκοος
ἀν-υπ-ήκοος, nicht gehorchend, ungehorsam, τινός Plat. Tim. 73 a 91 b.
-
17 ὀξυ-ήκοος
ὀξυ-ήκοος, scharf, sein hörend; αἴσϑησις, Plat. Tim. 75 b; Sp., wie Luc. Pro imag. 20; superl. ὀξυηκούστατος, S. Emp. adv. phys. 1, 65. – S. auch ὀξύκοος.
-
18 ἀξι-ήκοος
ἀξι-ήκοος, hörenswerth, Epist. Socr. 3.
-
19 ἀν-ήκοος
ἀν-ήκοος ( ἀκοή), 1) nicht hörend, τινός, z. B. ἐπαίνου, λοιδορίας, Xen. Mem. 2, 1, 31 Hier. 1, 14; auch mit folgdm partic., ἔνια γεγενημένα, Plat. Alc. II, 841 d; Sp.; umgekehrt, εἰς ἀνήκοον τῶν ἄλλων, daß es die übrigen nicht hören können, Heliod. – 2) der nichts gehört, gelernt hat, παιδείας, Aesch. 1, 141; vgl. Xen. Mem. 4, 7, 5. Ebenso ἀνηκόως ἔχω τινός, Plut. – τὸ ἀνήκοον, der Ungehorsam, D. Hal. 6, 35.
-
20 ἐπ-ήκοος
ἐπ-ήκοος (vgl. ἐπακουός), 1) darauf hörend, erhörend, bes. von den Göttern, ἐπάκοος γενεῦ Pind. Ol. 14, 15; δίκης, κακῶν, Aesch. Eum. 702 Ch. 974; vgl. Ag. 1394; λόγων Eur. Heracl. 120; ἄν πέρ γε ἐμαῖς εὐχαῖς ἐπ. γίγνηταί τις τῶν ϑεῶν Plat. Phil. 25 b; ὧν εὔχοντο τὰ μέγιστα αὐτοῖς οἱ ϑεοὶ ἐπ. γεγόνασι, haben sie erhört, Menex. 247 d; καὶ ϑεαταί Legg. VI, 767 d. – Aber Plat. Legg. XI, 931 b ἃ πᾶς ὑμνεῖ ἐπήκοα γενέσϑαι παρὰ ϑεῶν = was erhört worden von Seiten der Götter. – 2) der Ort, von wo aus man hören kann; ἔστησαν εἰς ἐπήκοον Xen. An. 2, 5, 38, εἰς ἐπ. καλεσάμενος αὐτούς 3, 3, 1, προςελϑόντες εἰς ἐπ. ἠρώτων 4, 4, 5, immer von Verhandlungen mit Feinden, bei denen man sich gegenseitig auf Hörweite nähert; ἐς τὸ ἐπηκοώτατον τοῦ οὐρανοῠ Luc. Icarom. 23; ἀναγνῶναι ἐς ἐπ., so daß es Alle hören können, Conv. 21.
См. также в других словарях:
κατήκοος — κατήκοος, ον (Α) 1. αυτός που ακούει με προσοχή, ακροατής («τῶν εἴ τίς ἐστιν... κατήκοος» εάν κάποιος έχει ακούσει νέα γι αυτά, Σοφ.) 2. αυτός που παρακολουθεί μαθήματα («κατήκοος λόγων» αυτός που σπουδάζει φιλοσοφία, Πλάτ.) 3. αυτός που… … Dictionary of Greek
πολυήκοος — ον, Α 1. αυτός που ακούει πολλά 2. (κατ επέκτ.) αυτός που, ακούοντας, μαθαίνει πολλά («πολυήκοοι ἐν ταῖς ἀναγνώσεσιν καὶ πολυμαθεῖς», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ήκοος (< ἀκούω), με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. βαρυ ήκοος, οξυ ήκοος)] … Dictionary of Greek
συνήκοος — και συνάκοος, ον, Α 1. αυτός που ακούει κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο 2. αυτός που μπορεί να ακούει ομοίως με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ηκοος (< ἀκούω), πρβλ. κατ ήκοος, ὑπ ήκοος. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω… … Dictionary of Greek
υπήκοος — ο, η / ὑπήκοος, ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ὑπάκοος, ον, Α 1. αυτός που υπόκειται στην εξουσία ενός κράτους ή ενός ηγεμόνα (α. «τούς υπέταξε και τούς έκανε υπηκόους του» β. «Πέρσας Μήδων ὑπηκόους ἐποίησε», Ηρόδ.) 2. αυτός που ακολουθεί πιστά τις εντολές … Dictionary of Greek
ευήκοος — η, ο (ΑΜ εὐήκοος, ον Α και εὐάκοος, ον) αυτός που ακούει τα αιτήματα τών άλλων με προσοχή και ευμενή διάθεση («εὐήκοον οὖς») αρχ. μσν. 1. όποιος έχει καλή ακοή, όποιος ακούει καλά 2. εκείνος που εισακούεται από τον θεό 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek
καθυπήκοος — καθυπήκοος, ον (Μ) (επιτατ. τού υπήκοος) υπήκοος, υποτελής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑπ ήκοος (< ὑπ ακούω), πρβλ. αυτ ήκοος] … Dictionary of Greek
οξυήκοος — η, ο (Α ὀξυήκοος, και εσφ. γρφ. ὀξύκοος, ον) αυτός που έχει οξεία ακοή αρχ. αυτός που έχει οξεία αντίληψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + ήκοος (< ἀκούω), πρβλ. αυτ ήκοος. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
πανήκοος — ον, Μ αυτός που ακούει όλα όσα λέγονται, αυτός που ακούει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ήκοος (< ἀκούω), πρβλ. οξυ ήκοος. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
παντήκοος — ον, Α αυτός που ακούει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + ήκοος (< ἀκούω), πρβλ. οξυ ήκοος. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
παρήκοος — η, ο / παρήκοος, ον, ΝΜ ανυπάκουος, απειθής μσν. αυτός που ακούει κάτι εσφαλμένα, που παρανοεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ήκοος (< ἀκούω), με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. υπ ήκοος)] … Dictionary of Greek
ταχυήκοος — ον, Μ αυτός που ακούει γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + ήκοος (< ἀκούω), πρβλ. βαρυ ήκοος] … Dictionary of Greek