-
1 απενιαυτεω
См. также в других словарях:
ἐξενιαυτῆσαι — ἐκ ἐνιαυτέω aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 απενιαυτεω
ἐξενιαυτῆσαι — ἐκ ἐνιαυτέω aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)