-
1 εξενιαυτήσαι
-
2 ἐξενιαυτῆσαι
См. также в других словарях:
ἐξενιαυτῆσαι — ἐκ ἐνιαυτέω aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εξενιαυτήσαι
2 ἐξενιαυτῆσαι
ἐξενιαυτῆσαι — ἐκ ἐνιαυτέω aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)