-
1 απαλοιφή
-
2 ἀπαλοιφῇ
-
3 απαλοιφή
-
4 ἀπαλοιφή
-
5 ἀπαλοιφή
A effacing, expunging, Gloss.II prob.l. for ἀπαλειφή (sic), paste, amalgam, Zos.Alch.p.222B. [Perh. ἀπαλῐφή; cf. καταλιφή.]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπαλοιφή
-
6 απαλοιφήν
-
7 ἀπαλοιφήν
-
8 συναλιφή
συνᾰλῐφή, ἡ,A stopping of a hiatus, coalescing of two syllables into one, either by synaeresis, crasis, or elision, D.H.Comp.6, 22, al., S.E.M.1.161; κατὰ συναλιφὴν τοῦ ἄρθρου (in ὦλλοι) A.D. Synt.5.28; τῆς σ. Ἰωνικωτέρας γενομένης (in ὑπόδρα for ὑφ-) Id.Adv.139.14, cf. 152.20; Eust.1561.6 speaks only of crasis and synaeresis; κατὰ τὴν ς. Str.8.6.7; = coeuntes litterae, Quint.Inst.9.4.35: generally, running together of words, Demetr.Eloc.70.2 = νουμηνία, Gem.8.11. [In codd. freq. written συναλειφή (e.g. Sch.All.24.12 ) or συναλοιφή, but - αλιφ-, which is mentioned by Eust.1561.6, is found in the best codd. of D.H.Comp.ll. cc., A.D.Synt.140.14 (v. Uhlig ad loc.), al., Heph.2.4, Suid. s.v. ἔνθους, ἕνωσις, Sch.AIl. passim, EM116.23, al. (v. p.2464 Gaisf.), Sch.S.OC 504, 1588, Sch. E.Hec. 336; cf. ἀλιφή, ἀπαλοιφή, καταλιφή, περιαλιφή.]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συναλιφή
См. также в других словарях:
ἀπαλοιφῇ — ἀπαλοιφή effacing fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαλοιφή — effacing fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απαλοιφή — η (Α ἀπαλοιφή) [απαλείφω] εξάλειψη, διαγραφή, σβήσιμο νεοελλ. Μαθ. η πράξη της εξάλειψης μιας μεταβλητής μεταξύ δύο εξισώσεων ή γενικότερα ν μεταβλητών μεταξύ ν + 1 εξισώσεων … Dictionary of Greek
απαλοιφή — η η εξάλειψη: Έγινε απαλοιφή των παρονομαστών στα κλάσματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπαλοιφήν — ἀπαλοιφή effacing fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωμετρία — Η κατά λέξη σημασία του όρου (= μέτρηση της Γης) φανερώνει τις πρώτες αρχές του θεμελιώδους αυτού κλάδου των μαθηματικών. Το περιεχόμενο του όρου στην εξελικτική πορεία του κλάδου μέσα στους αιώνες διευρύνθηκε σε πλάτος και προχωρεί σε όλο και… … Dictionary of Greek
θρησκεία — Έννοια η οποία αναφέρεται σε μια σειρά αφενός νοητικών στοιχείων (δοξασιών), που σχετίζονται με την πίστη στο θείο και προϋποθέτουν αυθόρμητη αποδοχή, δηλαδή δεν είναι θεωρητικής ή επιστημονικής τάξης, αφετέρου σε μια σειρά θεσμών και πρακτικών… … Dictionary of Greek
περιβάλλουσα — Έστω (1): f(x, ψ, t) = 0 ότι είναι η αναλυτική παράσταση μιας οικογένειας καμπυλών του επιπέδου xψ, t μια παράμετρος. Αν η συνάρτηση f ικανοποιεί ορισμένες συνθήκες (παραγωγισιμότητας και συνέχειας), τότε υπάρχει μία (και μόνο) «καμπύλη» (π) του… … Dictionary of Greek
αλοιφή — η (Α ἀλοιφή) 1. αυτό με το οποίο αλείφει ή αλείφεται κάποιος, επίχρισμα 2. φαρμακευτικό παρασκεύασμα από λίπος και άλλες ουσίες, που χρησιμεύει για την επάλειψη τού σώματος, για θεραπευτικούς ή καλλωπιστικούς σκοπούς 3. μίγμα χρήσιμο για γάνωμα,… … Dictionary of Greek
επιφάνεια — I (Γεωμ.). Όρος που χαρακτηρίζει για τον συνηθισμένο χώρο κάθε σύνολο από σημεία (x, ψ, z) του χώρου με x = x (u, υ), ψ = ψ (u, υ), z = z (u, υ), όπου οι συναρτήσεις: (1) χ (u, υ), ψ (u, υ), z (u, υ) νοούνται ορισμένες σε ένα υποσύνολο του… … Dictionary of Greek
αναλυτική γεωμετρία — Με τον όρο αυτό νοείται το σύνολο των μεθόδων που επιτρέπουν συστηματικά τη μετάφραση γεωμετρικών προβλημάτων σε προβλήματα αναλυτικά και, σε συνέχεια, τη γεωμετρική παράσταση των αποτελεσμάτων, τα οποία προκύπτουν. Ως θεμελιωτές της α.γ.… … Dictionary of Greek