Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

συνᾰλῐφή

См. также в других словарях:

  • συναλιφῇ — συναλιφή stopping of a hiatus fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναλιφή — stopping of a hiatus fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναλιφή — ἡ, ΜΑ βλ. συναλοιφή …   Dictionary of Greek

  • συναλιφαί — συναλιφή stopping of a hiatus fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναλιφῆς — συναλιφή stopping of a hiatus fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναλιφήν — συναλιφή stopping of a hiatus fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναλιφῶν — συναλιφή stopping of a hiatus fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναλοιφή — η, ΝΜΑ, και συναλιφή και συναλειφή και συναληφή ΜΑ [συναλείφω] γραμμ. φωνολογική διαδικασία που οδηγεί στη σύζευξη δύο διαδοχικών φωνηέντων σε ένα, ώστε να αποφεύγεται η χασμωδία, με συναίρεση, με κράση ή με συνίζηση μσν. αρχ. (για τα πρόσωπα τής …   Dictionary of Greek

  • συναλιφάς — συναλιφά̱ς , συναλιφή stopping of a hiatus fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»