Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀπώμοτος

См. также в других словарях:

  • απώμοτος — ἀπώμοτος, ον (Α) 1. αυτό που ισχυρίζεται κάποιος με όρκο ότι δεν έγινε ή δεν είναι δυνατόν να γίνει («βροτοῑσιν οὐδὲν ἔστ ἀπώμοτον» δεν πρέπει ποτέ να ορκίζεται ο άνθρωπος πως δεν θα κάνει κάτι, Σοφ.) 2. (για πρόσωπα) αυτός που έχει ορκιστεί να… …   Dictionary of Greek

  • ἀπώμοτος — abjured masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπώμοτον — ἀπώμοτος abjured masc/fem acc sg ἀπώμοτος abjured neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπωμότου — ἀπώμοτος abjured masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απωμοτικός — ἀπωμοτικός, ή, όν (AM) [απώμοτος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ένορκη άρνηση …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»