-
1 Forsworn
adj.Ar. and P. ἐπίορκος.I am come, though forsworn by oath against it: ἥκω διʼ ὅρκων καίπερ ὢν ἀπώμοτος (Soph., Ant. 394).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Forsworn
См. также в других словарях:
απώμοτος — ἀπώμοτος, ον (Α) 1. αυτό που ισχυρίζεται κάποιος με όρκο ότι δεν έγινε ή δεν είναι δυνατόν να γίνει («βροτοῑσιν οὐδὲν ἔστ ἀπώμοτον» δεν πρέπει ποτέ να ορκίζεται ο άνθρωπος πως δεν θα κάνει κάτι, Σοφ.) 2. (για πρόσωπα) αυτός που έχει ορκιστεί να… … Dictionary of Greek
ἀπώμοτος — abjured masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπώμοτον — ἀπώμοτος abjured masc/fem acc sg ἀπώμοτος abjured neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπωμότου — ἀπώμοτος abjured masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απωμοτικός — ἀπωμοτικός, ή, όν (AM) [απώμοτος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ένορκη άρνηση … Dictionary of Greek