Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀπό-φᾰσις

  • 1 ἀναβαίνω

    ἀναβαίνω fut. ἀναβήσομαι; 2 aor. ἀνέβην, impv. ἀνάβα Rv 4:1, pl. ἀνάβατε 11:12 (ἀνάβητε v.l.; s. W-S. §13, 22; Mlt-H. 209f); pf. ἀναβέβηκα (Hom.+)
    to be in motion upward, go up, ascend
    of living beings
    α. of movement in a direction without special focus on making an ascent: εἰς τὸ ὑπερῷον (cp. Jos., Vi. 146) Ac 1:13; εἰς τὸ ὄρος (Ex 19:3, 12 al.; Jos., C. Ap. 2, 25; Iren. 1, 14, 6 [Harv. I 139, 8]) Mt 5:1; 14:23; 15:29; Mk 3:13; Lk 9:28. Esp. of the road to Jerusalem, located on high ground (like עָלָה; cp. 2 Esdr 1:3; 1 Esdr 2:5; 1 Macc 13:2; Jos., Bell. 2, 40, Ant. 14, 270) Mt 20:17f; Mk 10:32f; Lk 18:31; 19:28; J 2:13; 5:1; 11:55; Ac 11:2; 21:12, 15; 24:11; 25:1, 9; Gal 2:1. εἰς τὸ ἱερόν, since the temple lies on a height (UPZ 41, 5; 42, 4 [162 B.C.] ἀ. εἰς τὸ ἱερὸν θυσιάσαι; 70, 19f [152/51 B.C.]; Is 37:1, 14 v.l.; 38:22; Jos., Ant. 12, 164f ἀναβὰς εἰς τὸ ἱερὸν … καταβὰς ἐκ τ. ἱεροῦ) Lk 18:10; J 7:14; Ac 3:1.—ἐν ναῷ GJs 7:2; ἐν τῇ ὀρινῇ 22, 3.—ἀ. εἰς τὴν ἑορτήν go up to the festival J 7:8, 10; cp. 12:20 (cp. BGU 48, 19 [III A.D.] ἐὰν ἀναβῇς τῇ ἑορτῇ; Sb 7994, 21).—W. ἐπί τι (X., Cyr. 6, 4, 9; PsSol 2:2; Jos., Bell. 6, 285; Just., A II, 12, 7) ἐπὶ τὸ δῶμα (Josh 2:8; Judg 9:51) Lk 5:19; Ac 10:9.—πρός τινα (UPZ 62, 31 [161 B.C.]) πρὸς τοὺς ἀποστόλους καὶ πρεσβυτέρους εἰς Ἰερουσαλὴμ περὶ τοῦ ζητήματος τούτου Ac 15:2. W. indication of the place from which one goes up ἀπό τινος (X., Hell. 6, 5, 26; Polyb. 10, 4, 6; Dio Chrys. 79 [28], 1) ἀπὸ τοῦ ὕδατος in baptism Mt 3:16 (Just. D. 103, 6 ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ); for this ἔκ τινος (X., Hell. 5, 4, 58): ἐκ τοῦ ὕδατος Mk 1:10; Ac 8:39. διʼ ὕδατος Hs 9, 16, 2. Of the journey to Judea ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας εἰς τὴν Ἰουδαίαν Lk 2:4. Gener. ἀλλαχόθεν J 10:1. Of ships, embark, get (into) (Appian, Bell. Civ. 2, 85 §358 v.l. ἀ. ἐς τὸ σκάφος) εἰς τὸ πλοῖον (Jon 1:3 v.l.) Mt 14:32; Mk 6:51; Lk 8:22 v.l.; J 6:24 v.l.; Ac 21:6 (also ἐνέβησαν, ἐπέβησαν); AcPl Ha 5, 15.—Abs. ἀναβάς he went up again to the third story Ac 20:11; to Jerusalem (Sir 48:18; 1 Esdr 1:38; 5:1; 1 Macc 3:15; sim. ἀ. of a journey to the capital Epict. 3, 7, 13; POxy 935, 13; 1157, lines 7, 25f; BGU 1097, 3) 18:22.
    β. of any upward movement ascend, go up εἰς (τοὺς) οὐρανούς or εἰς τ. οὐρανόν (Chariton 3, 2, 5 to Zeus; Polyaenus 7, 22 to Hera; Artem. 4, 72 τὸ ἀ. εἰς οὐρανόν means the ὑπερβάλλουσα εὐδαιμονία; En 14:5; Just., D. 36, 5; 85, 2 al.; Diogenes, Ep. 33, 4 p. 142, 5 Malherbe ἀ. ἐπὶ τὸν οὐ.; Herm. Wr. 10, 25; 11, 21a; PGM 4, 546; SibOr 5, 72; cp. AscIs 2:16=PAmh 1) Ac 2:34; Ro 10:6 (Dt 30:12); J 3:13; Rv 11:12; B 15:9; for this εἰς ὕψος Eph 4:8f (Ps 67:19; Just., D. 39, 5); ὑπεράνω πάντων τῶν οὐρανῶν vs. 10; paraphrased ἀ. ὅπου ἦν τὸ πρότερον J 6:62; ὧδε Rv 4:1; 11:12; ἐπὶ τὸ πλάτος τῆς γῆς 20:9. W. indication of the place from which ἐκ τῆς ἀβύσσου 11:7; 17:8; ἐκ τῆς θαλάσσης (cp. Da 7:3) 13:1; ἐκ τῆς γῆς vs. 11. Abs. of angels (Orig., C. Cels. 5, 4, 9; cp. Iren. 1, 9, 3 [Harv. I 84, 6; of the Logos]) ἀγγέλους τοῦ θεοῦ ἀναβαίνοντας καὶ καταβαίνοντας J 1:51 (cp. Gen 28:12 and see ἄγγελος 2, also WThüsing s.v. δόξα end; JDavies, He Ascended into Heaven, ’58).— Climb up ἐπὶ συκομορέαν Lk 19:4 (Diod S 3, 24, 2 ἐπὶ τὰ δένδρα; Aesop, Fab. 32 P.=48 H.; SIG 1168, 91 ἐπὶ δένδρον ἀ.).—Repres. a passive (Wlh., Einl.2 19.—Synes., Ep. 67 p. 215d a burden ‘is laid’ ἐπί τι) τὸν ἀναβάντα πρῶτον ἰχθύν the first fish that you catch Mt 17:27 (B-D-F §315).
    of things: smoke (Ex 19:18; Josh 8:21; Is 34:10) Rv 8:4; 9:2; 19:3; rocks ἐκ τοῦ πεδίου Hs 9, 2, 1; stones ἐκ βυθοῦ 9, 3, 3; of vines that cling to elm trees climb up Hs 2:3. Of plants also come up (Theophr., HP 8, 3, 2): thorn bushes (cp. Is 5:6; 32:13) Mt 13:7; Mk 4:7. ὅταν σπαρῇ ἀναβαίνει vs. 32; w. αὐξάνεσθαι vs. 8. Trees grow up B 11:10.—Prayers ascend to heaven (Ex 2:23; 1 Macc 5:31; 3 Macc 5:9; En 9:10 στεναγμός; Proverbia Aesopi 79 P.: ἀγαθῷ θεῷ λίβανος οὐκ ἀναβαίνει) Ac 10:4.—Fig. ἀνέβη φάσις τῷ χιλιάρχῳ a report came up to the tribune Ac 21:31. ἀνέβη ὁ κλῆρος ἐπὶ Συμεών (i.e. the priesthood went to Simeon) GJs 24:4 (sim. of kingdom Hdt. 1, 109 ἐς τὴν θυγατέρα; 7, 205 ἐς Λεωνίδην).
    Semitism (4 Km 12:5; Jer 3:16; 51:21; Is 65:16; MWilcox, The Semitisms of Acts. ’65, 63) ἀ. ἐπὶ καρδίαν lit. ‘to arise in the heart’ enter one’s mind (i.e. one begins to think about someth.) οὐκ ἀ. ἐπὶ καρδίαν it has never entered our minds, since the heart was regarded as the organ of thinking (=עָלָה עַל לֵב.—The Greek said ἐπὶ νοῦν ἀναβαίνει [Synes., Ep. 44 p. 182c] or ἦλθεν [Marinus, Vi. Procli 17 Boiss.]) 1 Cor 2:9 (MPhilonenko, TZ 15, ’59, 51f); Hv 1, 1, 8; 3, 7, 2 al. (s. καρδία 1bβ). Also ἀ. ἐν τῇ καρδίᾳ Hs 5, 1, 5. διαλογισμοὶ ἀναβαίνουσιν ἐν τῇ καρδίᾳ doubts arise in (your) hearts Lk 24:38.—M-M.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἀναβαίνω

См. также в других словарях:

  • Φάσις — Όνομα ποταμού που αναφέρεται στην αρχαιότητα. Βρισκόταν στην Κολχίδα, πήγαζε από τα Μοσχικά όρη και χυνόταν στον Εύξεινο Πόντο. Την εποχή του Βυζαντίου ήταν γνωστός με την ονομασία Ρέων. Ο ποταμός ταυτίζεται με τον σημερινό Ριόν. Οι αρχαίοι τον… …   Dictionary of Greek

  • φάσις — Όνομα ποταμού που αναφέρεται στην αρχαιότητα. Βρισκόταν στην Κολχίδα, πήγαζε από τα Μοσχικά όρη και χυνόταν στον Εύξεινο Πόντο. Την εποχή του Βυζαντίου ήταν γνωστός με την ονομασία Ρέων. Ο ποταμός ταυτίζεται με τον σημερινό Ριόν. Οι αρχαίοι τον… …   Dictionary of Greek

  • πρόφαση — η / πρόφασις, άσεως, ΝΜΑ προβαλλόμενος, συνήθως ψευδής, λόγος, πλαστή δικαιολογία, πρόσχημα (α. «με πρόφαση την αρρώστια τής μητέρας του απουσιάζει συνεχώς» β. «πρόφασις ἰδίης ἀβουλίης», Δημόκρ.) νεοελλ. 1. το πρώτο στάδιο μίτωσης τής κυτταρικής… …   Dictionary of Greek

  • φασιανός — Ορνιθόμορφο πτηνό της οικογένειας των φασιανιδών. Κατάγεται από την Ασία, είναι συνήθως μεγάλο και έχει εντυπωσιακό φτέρωμα, ιδίως το αρσενικό. Ο κοινός ή κολχικός φ. (phasianus colchicus), που εισήχθη στην Ευρώπη από τα αρχαία χρόνια, φαίνεται… …   Dictionary of Greek

  • φημί — ΝΜΑ, και δωρ. τ. φαμί και αιολ. τ. φᾱμι Α νεοελλ. (λόγια φρ.) «αυτός έφα» χρησιμοποιείται για να δηλώσει γνώμη που έχει εκφραστεί από αυθεντία, χωρίς να επιδέχεται καμιά αμφισβήτηση, και η οποία προέρχεται από τη φράση που χρησιμοποιούσαν οι… …   Dictionary of Greek

  • φάση — Στη χημεία είναι οποιοδήποτε ομογενές μέρος ενός συστήματος, δηλαδή με τις αυτές φυσικές και χημικές ιδιότητες σε κάθε σημείο του, και φυσικά, διακριτό ώστε να διαχωρίζεται από τα άλλα μέρη του συστήματος από σαφώς καθορισμένες οριακές επιφάνειες …   Dictionary of Greek

  • αία — Ομηρική λέξη που σημαίνει γη, χώρα, πατρίδα, αλλά αποτέλεσε και τοπωνύμιο κατά την αρχαιότητα. 1. Μυθική χώρα πέρα από τον Εύξεινο Πόντο, που χώριζε το βορειοανατολικό τμήμα της Ευρώπης από το βορειοδυτικό τμήμα της Ασίας. Η μυθική Α. ήταν κράτος …   Dictionary of Greek

  • φαίνομαι — ΝΜΑ, και ενεργ τ. φαίνω Α μέσ. 1. είμαι ή γίνομαι ορατός, διακρίνομαι (α. «δεν φαίνεται από εδώ η θάλασσα» β. «φάνεν δὲ oἱ εὐρέες ὦμοι», Ομ. Οδ.) 2. γίνομαι φανερός, φανερώνομαι 3. προβάλλω, εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι (α. «έχει καιρό να φανεί» β …   Dictionary of Greek

  • TANAIS — I. TANAIS incolis Don, fluv. Sarmatiae Europaeae notissimus et maximus, illam ab Asia disterminans, in Moscorum finibus oriens, et in meridiem oblique decurrens, ac in Moeoticam paludem magnâ vi aquarum influens. Silus Scythis dicitur, teste… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • апофазия — АПОФАЗИ´Я (от греч. ἀπό от, вопреки и φάσις высказывание) стилистическая фигура, заключающаяся в том, что автор меняет или опровергает высказанную им ранее мысль; чаще встречается в стихах, например: И что ж оставлю я? Забытые следы Безумной… …   Поэтический словарь

  • апофазис — или апофазия (греч.: απο âопреки; φασις ïоявление) Стилистическая фигура, нацеленная на преднамеренное изменение или отрицание автором или героем высказанной мысли: То не ветер ветку клонит, Не муравушка шумит То мое, мое сердечко стонет, Как… …   Словарь лингвистических терминов Т.В. Жеребило

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»