-
1 ἀπό-φασις
ἀπό-φασις, ἡ, 1) Verneinung ( ἀπόφημι), Ggstz φάσις Plat. Soph. 263 e; vgl. Arist. de interpr. 6. – 2) ( ἀποφαίνω) Anzeige, bes. die vom Areopag ausgehende Anzeige von gefährlichen Bürgern, Din. 1, 1 u. 50 ff.; ἀπόφασιν ποιεῖσϑαι Dem. 33, 21; ἡ ἀπ. τῆς δίκης ἦν 47, 45; ἀπόφασιν τῆς οὐσίας δοῦναι, eine Erklärung über, Verzeichniß des Vermögens, 42, 1. – 3) (von ἀποφαίνομαι) γνώμης, was auch fehlt, Erklärung seiner Meinung, ἡ ὑφ' ἡμῶν λεγομένη ἀπόφ. Pol. 6, 12; ἀπόφασιν ποιεῖσϑαι 6, 9; περί τινος 4, 8; auch = Antwort, πρός τινα 4, 24. 24, 2; δοῦναι ἀπόφασιν περί τινος 29, 11. 31, 19.
-
2 συν-από-φασις
συν-από-φασις, ἡ, gemeinschaftliches Verneinen, das zugleich für Mehrere gilt, z. B. τῶν ἀντικειμένων, Arist. Metaph. 1, 6.
-
3 πρό-φασις
πρό-φασις, ἡ, eigtl. das Vorscheinenlassen ( προφαίνω), der Anschein, νόστου, daß man zurückkehren werde, Pind. P. 4, 32; daher der Vorwand, hinter dem Einer seine rechte Meinung verbirgt, das Vorgeben, das Einer braucht, wenn er sich weigert, Etwas zu thun; Hom. braucht nur den absol. accus. πρόφασιν, vorgeblich, der Aussage nach, Il. 19, 262, ἐπὶ δὲ στενάχοντο γυναῖκες Πάτροκλον πρόφασιν, σφῶν δ' αὐτῶν κήδε' ἑκάστη, 302; u. so Ar. Equ. 469 u. Sp.; vgl. Jacobs Ach. Tat. p. 590, im Ggstz von τὸ ἀληϑές, Lys. 13, 12; welcher Gegensatz auch durch das einfache δέ bezeichnet wird, Wolf Dem. Lpt. p. 270; vgl. Eur. Bacch. 221 u. Dem. 18, 77; αὕτη γὰρ ἦν σοι πρόφασις ἐκβαλεῖν ἐμέ, Soph. Phil. 1023; Ἀχιλλεῖ πρόφασιν ὡς γαμουμένην, Eur. I. A. 362; ἔχεις πρόφασιν, Hec. 340, u. öfter; προφάσεις παρέχειν, Ar. Av. 581, πρόφασιν ϑέσϑαι, einen Vorwand brauchen, Theogn. 364; u. in Prosa: προφάσιας εἱλκον, Her. 6, 86; προφάσιος ἔχεσϑαι, einen Vorwand ergreifen, 6, 94; ἵν' αὐτῷ πρόφασις εἴη τῆς ἀποστάσεως, Plat. Menex. 245 b; οἵτινες ἔχϑρας πρόφασιν ζητήσουσιν, Phaedr. 234 a; πρόφασιν τοῖς δειλοῖς ἔχει μὴ πρὸς τὸν μαχόμενον ἰέναι, Rep. V, 469 c; ἐν τῇ προφάσει ταύτῃ ἀπέκτειναν, Lys. 13, 12; κατασκευάζειν πρόφασιν, Xen. Cyr. 2, 4, 17 u. öfter; auch Entschuldigung, οὐ μέντοι μοι δοκεῖ προφάσεις ἀγὼν δέχεσϑαι, Plat. Crat. 421 d; Veranlassung, Gelegenheit, Her. 3, 36 u. öfter; Antiph. 5, 21; προφάσεως ἕνεκα, 6, 14; Grund, οὔτ' ἔστιν οὐδεμία πρόφασις ἡμῖν τοῠ μὴ δρᾶν ταῠτα, Plat. Tim. 10 c, vgl. 76 e Phaedr. 255 d, u. sonst; διὰ δύο προφάσεις, aus zwei Gründen, Isocr. 1, 23; u. so auch Thuc. 1, 23, wo ἀληϑεστάτη πρόφασις der vorangehenden αἰτία entspricht; ϑάνατος ἐξαπιναῖος οὐκ ἔχων φανερὰν πρόφασιν, ohne eine deutliche, bekannte Ursache. Xen. Hell. 6, 4, 33; Plut. u. A.; vgl. noch Dem. τὴν μὲν ἀληϑῆ πρόφασιν τῶν πραγμάτων ἀπεκρύπτετο, 18, 156, den wahren Grund. – Absolut gebraucht finden sich: προφάσιος τῆςδε, Her. 4, 135; πρόφασιν, s. oben, ἐπὶ προφάσιος und ἐπὶ προφάσει, Theogn. 323, Her. 7, 150; ἀπὸ προφάσιος, 2, 161, διὰ πρόφασιν, 4, 145. 7, 230; κατὰ πρόφασιν, 1, 29; μή μοι πρόφασιν, keinen Vorwand, keine Ausflucht, Ar. Ach. 345; auch im plur., μὴ προφάσεις, Alexis bei Ath. IV, 170 a. Aehnlich μή με πίῃς πρόφασιν, Ep. ad. 197 (IX. 38).
-
4 ἀπόφασις
-
5 συναπόφασις
συν-από-φασις, ἡ, gemeinschaftliches Verneinen, das zugleich für Mehrere gilt
См. также в других словарях:
Φάσις — Όνομα ποταμού που αναφέρεται στην αρχαιότητα. Βρισκόταν στην Κολχίδα, πήγαζε από τα Μοσχικά όρη και χυνόταν στον Εύξεινο Πόντο. Την εποχή του Βυζαντίου ήταν γνωστός με την ονομασία Ρέων. Ο ποταμός ταυτίζεται με τον σημερινό Ριόν. Οι αρχαίοι τον… … Dictionary of Greek
φάσις — Όνομα ποταμού που αναφέρεται στην αρχαιότητα. Βρισκόταν στην Κολχίδα, πήγαζε από τα Μοσχικά όρη και χυνόταν στον Εύξεινο Πόντο. Την εποχή του Βυζαντίου ήταν γνωστός με την ονομασία Ρέων. Ο ποταμός ταυτίζεται με τον σημερινό Ριόν. Οι αρχαίοι τον… … Dictionary of Greek
πρόφαση — η / πρόφασις, άσεως, ΝΜΑ προβαλλόμενος, συνήθως ψευδής, λόγος, πλαστή δικαιολογία, πρόσχημα (α. «με πρόφαση την αρρώστια τής μητέρας του απουσιάζει συνεχώς» β. «πρόφασις ἰδίης ἀβουλίης», Δημόκρ.) νεοελλ. 1. το πρώτο στάδιο μίτωσης τής κυτταρικής… … Dictionary of Greek
φασιανός — Ορνιθόμορφο πτηνό της οικογένειας των φασιανιδών. Κατάγεται από την Ασία, είναι συνήθως μεγάλο και έχει εντυπωσιακό φτέρωμα, ιδίως το αρσενικό. Ο κοινός ή κολχικός φ. (phasianus colchicus), που εισήχθη στην Ευρώπη από τα αρχαία χρόνια, φαίνεται… … Dictionary of Greek
φημί — ΝΜΑ, και δωρ. τ. φαμί και αιολ. τ. φᾱμι Α νεοελλ. (λόγια φρ.) «αυτός έφα» χρησιμοποιείται για να δηλώσει γνώμη που έχει εκφραστεί από αυθεντία, χωρίς να επιδέχεται καμιά αμφισβήτηση, και η οποία προέρχεται από τη φράση που χρησιμοποιούσαν οι… … Dictionary of Greek
φάση — Στη χημεία είναι οποιοδήποτε ομογενές μέρος ενός συστήματος, δηλαδή με τις αυτές φυσικές και χημικές ιδιότητες σε κάθε σημείο του, και φυσικά, διακριτό ώστε να διαχωρίζεται από τα άλλα μέρη του συστήματος από σαφώς καθορισμένες οριακές επιφάνειες … Dictionary of Greek
αία — Ομηρική λέξη που σημαίνει γη, χώρα, πατρίδα, αλλά αποτέλεσε και τοπωνύμιο κατά την αρχαιότητα. 1. Μυθική χώρα πέρα από τον Εύξεινο Πόντο, που χώριζε το βορειοανατολικό τμήμα της Ευρώπης από το βορειοδυτικό τμήμα της Ασίας. Η μυθική Α. ήταν κράτος … Dictionary of Greek
φαίνομαι — ΝΜΑ, και ενεργ τ. φαίνω Α μέσ. 1. είμαι ή γίνομαι ορατός, διακρίνομαι (α. «δεν φαίνεται από εδώ η θάλασσα» β. «φάνεν δὲ oἱ εὐρέες ὦμοι», Ομ. Οδ.) 2. γίνομαι φανερός, φανερώνομαι 3. προβάλλω, εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι (α. «έχει καιρό να φανεί» β … Dictionary of Greek
TANAIS — I. TANAIS incolis Don, fluv. Sarmatiae Europaeae notissimus et maximus, illam ab Asia disterminans, in Moscorum finibus oriens, et in meridiem oblique decurrens, ac in Moeoticam paludem magnâ vi aquarum influens. Silus Scythis dicitur, teste… … Hofmann J. Lexicon universale
апофазия — АПОФАЗИ´Я (от греч. ἀπό от, вопреки и φάσις высказывание) стилистическая фигура, заключающаяся в том, что автор меняет или опровергает высказанную им ранее мысль; чаще встречается в стихах, например: И что ж оставлю я? Забытые следы Безумной… … Поэтический словарь
апофазис — или апофазия (греч.: απο âопреки; φασις ïоявление) Стилистическая фигура, нацеленная на преднамеренное изменение или отрицание автором или героем высказанной мысли: То не ветер ветку клонит, Не муравушка шумит То мое, мое сердечко стонет, Как… … Словарь лингвистических терминов Т.В. Жеребило