-
1 απορρητος
21) запрещенный, запретный Soph., Her., Arph., Xen., Plut.2) не подлежащий огласке, тайный(ῥητὰ καὴ ἀπόρρητα Dem.; πιστεῦσαί τινι λόγον ἀπόρρητον Plut.)
3) невыразимый, недопустимый, позорный, ужасный(ἀδικίαι Plat.; ἀπόρρητα λέγειν τινά Plut.)
τὰ ἀπόρρητα Plut. = τὰ αἰδοῖα
См. также в других словарях:
θεόρρητος — θεόρρητος, ον (Α) 1. αυτός που ειπώθηκε από θεό 2. το ουδ. ως ουσ. τό θεόρρητον ονομασία κτηρίου στη Δήλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θε(ο) * + ρρητος (< θ. ρη , πρβλ. ρήμα, ρήσις), πρβλ. ά ρρητος, πρό ρρητος] … Dictionary of Greek