-
1 απορρητος
21) запрещенный, запретный Soph., Her., Arph., Xen., Plut.2) не подлежащий огласке, тайный(ῥητὰ καὴ ἀπόρρητα Dem.; πιστεῦσαί τινι λόγον ἀπόρρητον Plut.)
3) невыразимый, недопустимый, позорный, ужасный(ἀδικίαι Plat.; ἀπόρρητα λέγειν τινά Plut.)
τὰ ἀπόρρητα Plut. = τὰ αἰδοῖα
См. также в других словарях:
ἀδικίαι — ἀδικία wrongdoing fem nom/voc pl ἀδικίᾱͅ , ἀδικία wrongdoing fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδικίᾳ — ἀδικίαι , ἀδικία wrongdoing fem nom/voc pl ἀδικίᾱͅ , ἀδικία wrongdoing fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
безправьдиѥ — БЕЗПРАВЬДИ|Ѥ (1*), ˫А с. Беззаконие, грех, несправедливость: грустъко согрѣшающимъ намъ. бес правьды находѩть. но всѩ правымъ судомь б҃иимь. и бесправьди˫а наша исходатають намъ зла˫а. (αἱ ἀδικίαι) ПНЧ XIV, 112б … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Πηγάς, Μελέτιος — (Χάνδακας, Κρήτη 1549 – Αλεξάνδρεια 1601). Πατριάρχης Αλεξανδρείας κι ένας από τους πιο αξιόλογους ιεράρχες και λόγιους των χρόνων της τουρκοκρατίας. Μαθητής του Μελέτιου Βλαστού στην Κρήτη, συμπλήρωσε αργότερα τις σπουδές του στην Πάντοβα της… … Dictionary of Greek