-
1 ἀπό-νοια
ἀπό-νοια, ἡ, Verzweiflung, εἰς ἀπόνοιαν καταστῆσαί τινα, zur V. bringen, Thuc. 1, 82; Wahnsinn, Unsinn, bes. sittliche Verworfenheit, vgl. Theophr. Char. 6; Din. 1, 82; Ggstz λογισμὸς καὶ αἰδώς Detn. 25, 32; Pol. 1, 70: Luc. Nigr. 23. Auch verzweifelter Muth, Pol. 1, 82 u. öfter; wie Plut. Cic. 31, der Alc. 13 ἀναισχυντία καὶ ἀπ. der εὐτολμία καὶ ἀνδρεία entgegensetzt.
-
2 ἀπόνοια
ἀπό-νοια, Verzweiflung; Wahnsinn, Unsinn, bes. sittliche Verworfenheit -
3 απονοια
ἥ1) безрассудство, безумие Dem., Polyb., Plut., Luc.2) потеря самообладания, отчаянность Thuc., Polyb., Plut. -
4 μετανοια
μ. ἀπό τινος NT. — раскаяние в чем-л.
-
5 προνοια
ион. προνοίη ἥ1) предвидение(τοῦ πεπρωμένου Aesch.)
2) предусмотрительность, осмотрительностьπρόνοιαν θέσθαι Soph. — проявить благоразумие
3) намерение, умыселἐκ προνοίας Her., Lys., Arst. — (пред)намеренно, с умыслом
4) попечение, забота(πρόνοιαν ἔχειν или ἴσχειν τινός Thuc., Arst., περί τινος Soph. и ὑπέρ τινος Polyb. или πρόνοιαν ποιεῖσθαί τινος Dem., NT.)
ἀπὸ προνοίας τῶν Ἐρετριέων Thuc. — благодаря заботам (= мероприятиям) эретрийцев5) провидение(π. τοῦ θεοῦ Soph.; πρόνοιαι θεῶν Plat.)
-
6 жалость
жалост||ьж ἡ εὐσπλαγχνία, ὁ οίκτος, ἡ συμπόνοια, ἡ λύπη:из \жалостьи ἀπό συμπό-νοιά ◊ какая \жалость1 τί κρίμα! -
7 незнание
незнани||ес ἡ ἄγνοια:по \незнаниею ἀπό ἄγ-νοια -
8 ἔννοια
ἔννοια, ας, ἡ the content of mental processing, thought, knowledge, insight, (so esp. in the philosophers: Pla., Phd. 73c; Aristot., EN 9, 11, 1171a, 31f; 10, 10, 1179b, 13f; Epict. 2, 11, 2 and 3 al.; Plut., Mor. 900a; Diog. L. 3, 79; T. Kellis 22, 4; Herm. Wr. 1, 1; Philo; but also outside philosophic contexts: X., An. 3, 1, 13; Diod S 20, 34, 6; PRein 7, 15 [II B.C.]; UPZ 19, 111; 110, 32 [all II B.C.]; Pr 1:4; 2:11 al.; Jos., Bell. 2, 517 and Ant. 14, 481; Test12Patr; TestSol 20:5 εἰς ἔννοιαν ἐλθεῖν; Just. Tat.; Ath.; ἔ. ἔχειν τοῦ θεοῦ Orig., C. Cels. 4, 96, 3; περὶ τοῦ δημιουργοῦ ἐ. 4, 26, 46; ἔ. τῶν νόμων Did., Gen. 113, 1) κ. ὑμεῖς τ. αὐτὴν ἔννοιαν ὁπλίσασθε arm yourselves also w. the same way of thinking 1 Pt 4:1; ἐννοεῖν ἔ. Dg 8:9. ἐδόκει γ[ὰρ ἑτε]ερογνωμονεῖν τῇ ἐκ[ε]ίν[ου ἐν]νοίᾳ (what was said) appeared to differ in sense from what he (the Redeemer) had in mind GMary 463, 9–11.—αὕτη ἡ ἀπό[ρ]ροια τῆ[ς ἐ]ννοίας, this emanation of the (divine) mind Ox 1081, 30f=SJCh 90, 7f; cp. Just., A I, 64, 5 πρώτην ἔννοιαν ἔφασαν τὴν Ἀθηνᾶν ‘they called Athena the first thought [of Zeus]’, sim. Helen as wife of Simon Magus 26, 3. Pl. (Jos., Ant. 6, 37; Just., D. 93, 1; Tat., Ath.) w. διαλογισμοί 1 Cl 21:3. W. ἐνθυμήσεις (Job 21:27 Sym.) Hb 4:12; 1 Cl 21:9. W. λογισμοί Pol 4:3.—B. 1212. DELG s.v. νόος. M-M. TW. Sv.
См. также в других словарях:
εύνοια — η (ΑΜ εὔνοια, Α ιων. τ. εὐνοίη, ποιητ. τ. εὐνοΐη) ευνοϊκή διάθεση, ευμένεια, ευμενές ενδιαφέρον για κάποιον, υψηλή προστασία κάποιου από ευμενή διάθεση (α. «βεβαιότερος δ ὁ δράσας τὴν χάριν ὥστε ὀφειλομένην δι᾿ εὐνοιας ᾦ δέδωκε σῴζειν»… … Dictionary of Greek
μικρόνοια — η (Μ μικρόνοια) 1. στενοκεφαλιά 2. διανοητική καθυστέρηση ή ανεπάρκεια η οποία χαρακτηρίζεται από ελλιπή κρίση, νωθρότητα σκέψης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + νοια (< νους)] … Dictionary of Greek