-
1 αποτιλμα
-
2 ἀπότιλμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπότιλμα
-
3 ἀπότιλμα
-
4 αποτίλματα
-
5 ἀποτίλματα
См. также в других словарях:
απότιλμα — ἀπότιλμα, το (Α) [αποτίλλω] αυτό που προέρχεται από το μάδημα, μαδημένο μαλλί («γραιᾱν ἀποτίλματα πηρᾱν», Θεόκρ. ξέφτια από παλιοσακούλες) … Dictionary of Greek
ἀποτίλματα — ἀπότιλμα piece plucked off neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)