Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀπό-τιλμα

См. также в других словарях:

  • τίλμα — το, ΝΑ [τίλλω] μοτός, ξαντό νεοελλ. στουπί από νήματα παλαιών λινών υφασμάτων και από ξέσματα βαμβακερών υφασμάτων που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό μεταλλικών σκευών, μηχανημάτων ή ως γάζα σε περιπτώσεις τραυματισμών αρχ. 1. τίλση 2. καθετί… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»