-
1 ἀπό-τιλμα
-
2 ἀπότιλμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπότιλμα
-
3 ἀπότιλμα
-
4 αποτιλμα
См. также в других словарях:
τίλμα — το, ΝΑ [τίλλω] μοτός, ξαντό νεοελλ. στουπί από νήματα παλαιών λινών υφασμάτων και από ξέσματα βαμβακερών υφασμάτων που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό μεταλλικών σκευών, μηχανημάτων ή ως γάζα σε περιπτώσεις τραυματισμών αρχ. 1. τίλση 2. καθετί… … Dictionary of Greek