-
1 ἀπόμελι
A honey-water, an inferior kind of mead, Dsc.5.9.2 = ὀξύγλυκυ, τό, Antyll. ap. Orib.5.29.8, Philagr.ib.5.17, Gal.6.274.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπόμελι
-
2 ἀπόμελι
Grammatical information: n.Meaning: `kind of mead, made from the water with which one washed the honeycombs' (Dsc.).Origin: GR [a formation built with Greek elements]Page in Frisk: 1,125Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀπόμελι
-
3 ἀπόμελι
ἀπό-μελι, eine Art schlechten Mets, Honigwasser -
4 apomeli
apomeli, itis, n. (ἀπόμελι), Honigwasser, Plin. Val. 5, 6.
-
5 apomeli
apomeli, itis, n. (ἀπόμελι), Honigwasser, Plin. Val. 5, 6.
См. также в других словарях:
απόμελι — ἀπόμελι ( ιτος), το (Α) υδρόμελι, φτωχικό ποτό … Dictionary of Greek
απο- — [ΕΤΥΜΟΛ. Το απο ως προρρηματικό ή προθεματικό στοιχείο προέρχεται από την πρόθεση από. Χρησιμεύει ως α΄ συνθετ. πολλών λέξεων της αρχαίας, μσν. και νέας Ελληνικής και σημαίνει: α) χωρισμό, απομάκρυνση αποβάλλω, απόδημος, απόμαχος αρχ. άπειμι,… … Dictionary of Greek
αφάκα — η (Α ἀφάκη) το φυτό λάθυρος ο ερέβινθος, το λαθούρι νεοελλ. το φυτό φλόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Νεοελλ. αφάκα < αρχ. αφάκη, λ. αβέβαιης ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητικό (με μειωτική χροιά) ή προθεματικό + φακός «φακή», πράγμα που παρατήρησαν ήδη ο Διοσκουρίδης… … Dictionary of Greek
μέλι — Ρευστή σακχαρώδης ουσία με ιδιαίτερο άρωμα. Προέρχεται από το νέκταρ των ανθέων, το οποίο απορροφούν οι μέλισσες και αποθηκεύουν στον πρόλοβό τους. Το νέκταρ είναι ένας γλυκός χυμός που εκκρίνεται από ειδικούς αδένες των ανθέων και αποτελείται… … Dictionary of Greek