-
1 απόκοιτος
-
2 ἀπόκοιτος
-
3 αποκοιτος
-
4 ἀπόκοιτος
ἀπό-κοιτος, ον,A sleeping away from,τῶν συσσίτων Aeschin.2.127
;οὐκ ἀ. παρὰ Ῥέας Luc.DDeor.10.2
;μήτε ἀ. μηδ' ἀφήμερος ἀπὸ τῆς οἰκίας BGU1098.34
(i B.C.): abs., Men.Inc. 2.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπόκοιτος
-
5 ἀπόκοιτος
ἀπό-κοιτος, außerhalb des Hauses, entfernt schlafend -
6 απόκοιτον
ἀπόκοιτοςsleeping away from: masc /fem acc sgἀπόκοιτοςsleeping away from: neut nom /voc /acc sg -
7 ἀπόκοιτον
ἀπόκοιτοςsleeping away from: masc /fem acc sgἀπόκοιτοςsleeping away from: neut nom /voc /acc sg -
8 ἄπ-αυλος
-
9 αποκοίτους
-
10 ἀποκοίτους
-
11 απόκοιτοι
-
12 ἀπόκοιτοι
См. также в других словарях:
απόκοιτος — ἀπόκοιτος, ον (Α) 1. αυτός που δεν κοιμάται πλέον στο σπίτι του 2. όποιος έχει απομακρυνθεί ή αποξενωθεί από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + κοιτος < κοίτος «κλίνη, κρεβάτι» (πρβλ. κατάκοιτος, οψίκοιτος κ.ά.)] … Dictionary of Greek
ἀπόκοιτος — sleeping away from masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόκοιτον — ἀπόκοιτος sleeping away from masc/fem acc sg ἀπόκοιτος sleeping away from neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκοίτους — ἀπόκοιτος sleeping away from masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόκοιτοι — ἀπόκοιτος sleeping away from masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)