Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀπέρημος

См. также в других словарях:

  • απέρημος — ἀπέρημος, ον (επιτατ. τύπος του έρημος) (Μ) (για τόπους) έρημος …   Dictionary of Greek

  • ἀπέρημα — ἀπέρημος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»