-
1 ερημίτης
-
2 ἐρημίτης
-
3 ἐρημῑτης
ἐρημῑτης, ὁ, der Einsiedler, K. S.
-
4 ερημίτης
ερημίτης οмонах отшельник, пустынник, затворник -
5 ἐρημῑτης
ἐρημῑτης, ὁ, der Einsiedler -
6 ερημίτης
ο, ερημίτις (-ιδος) η прям., перен. отшельни|к, -ца, пустынни|к, -ца, затворни|к, -ца -
7 ερημίτης
[эрнмитис] ουσ. а. пустынник, отшельник,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ερημίτης
-
8 ἐρημίτης
-ου ὁ N 1 0-0-0-1-0=1 Jb 11,12(one) of the desert; neol. -
9 ερημίτης
[эрнмитис] ουσ α пустынник, отшельник. -
10 ἐρημίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρημίτης
-
11 ερημίτης
ermite -
12 ερημίτης
pustelnik (m) rzecz. -
13 ερημίτης
poustevník -
14 ερημίτης
hermitΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ερημίτης
-
15 ermite
ερημίτης -
16 poustevník
ερημίτης -
17 pustelnik
ερημίτης -
18 eremita
-
19 ερημίτας
ἐρημί̱τᾱς, ἐρημίτηςof the desert: masc acc plἐρημί̱τᾱς, ἐρημίτηςof the desert: masc nom sg (epic doric aeolic) -
20 ἐρημίτας
ἐρημί̱τᾱς, ἐρημίτηςof the desert: masc acc plἐρημί̱τᾱς, ἐρημίτηςof the desert: masc nom sg (epic doric aeolic)
См. также в других словарях:
ερημίτης — ο, θηλ. ερημίτις και ερημίτισσα (AM ἐρημίτης, θηλ. ἐρημῑτις, ιδος, Μ και ἐρημήτρια) [έρημος] αυτός που ζει στην έρημο, απομονωμένος νεοελλ. (ορυκτ.) ορυκτό, φωσφορικό άλας δημητρίου, λανθανίου και θορίου παρουσιάζεται σε γενικά μικρούς και… … Dictionary of Greek
ερημίτης — ο ασκητής, αναχωρητής: Ξάφνου πρόβαλε ένας ερημίτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐρημίτης — ἐρημί̱της , ἐρημίτης of the desert masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βενέδικτος ο ερημίτης — (; – 845). Έλληνας μοναχός. Ίδρυσε στη Γαλλία μοναστήρι και έγινε ο πρώτος ηγούμενός του. Η Δυτική Εκκλησία τον ανακήρυξε άγιο και η μνήμη του τιμάται στις 22 Οκτωβρίου … Dictionary of Greek
Πέτρος ο Ερημίτης — (ήΠέτρος της Αμιένης, Πικαρδία; – κοντά στη Λιέγη, περ. 1115). Γάλλος μοναχός και σταυροφόρος. Στρατιώτης και κατόπιν μοναχός, ίσως ύστερα από ένα ταξίδι στους Αγίους Τόπους, έγινε φανατικός κήρυκας της πρώτης Σταυροφορίας την οποία οργάνωσε ο… … Dictionary of Greek
Τριστάνος ο Ερημίτης — (Tristan l’ Hermite, Σολιέ, Μαρς 1596 ή 1601 – Παρίσι 1655). Γάλλος συγγραφέας. Έζησε στην Αγγλία και στη Νορβηγία και, αργότερα στη Γαλλία, όπου το 1649 έγινε μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας. Ευαίσθητος και μελαγχολικός ποιητής, έγραψε επίσης ένα… … Dictionary of Greek
ἐρημῖται — ἐρημίτης of the desert masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ИОАНН ОТШЕЛЬНИК — Прп. Иоанн Отшельник. Икона. 1 я четв. XVII в. (мон рь ап. Иоанна Богослова на о ве Патмос) Прп. Иоанн Отшельник. Икона. 1 я четв. XVII в. (мон рь ап. Иоанна Богослова на о ве Патмос)[Иоанн Ксен; греч. ᾿Ιωάννης ὁ ᾿Ερημίτης, ὁ Ξένος] (970 после… … Православная энциклопедия
Арсений Великий — В Википедии есть статьи о других людях с именем Арсений. Арсений Великий Αρσένιος Ερημίτης фреска, XIV век, Афон … Википедия
μονερημίτης — και μονηρεμίτης, ὁ (Μ) αυτός που μόνος ζει ως ερημίτης, αυτός που διάγει μονήρη βίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ἐρημίτης] … Dictionary of Greek
ψευδερημίτης — και ψευδοερημίτης ὁ, Μ αυτός που προσποιείται ότι είναι ερημίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + ἐρημίτης] … Dictionary of Greek