-
1 ἀπό-φονος
-
2 ἀπόφονος
ἀπό-φονος, ungerechter, widernatürlicher Mord -
3 βρότος
βρότος, ὁ, das aus einer Wunde eines Menschen geflossene, geronnene Blut, cruor; Hom. fünfmal, stets Thesis des vierten Versfußes, βρότον αἱματόεντα Versende Iliad. 7, 425. 14, 7. 18, 345. 23, 41, μέλανα βρότον mitten im Verse Odyss. 24, 189. Scholl. Aristonic. Iliad. 14, 7 βρότον: ἡ διπλῆ, ὅτι οὐ πᾶν αἷμα βρότος, ἀλλὰ τὸ ἀπὸ βροτοῦ πεφονευμένου. Iliad. 7, 425. 18, 345. 23, 41 Odyss. 24, 189 ist βρότος unzweifelhaft das Blut Todter; Iliad. 14, 7 kann das Blut aus der Wunde des noch lebenden Machaon gemeint sein; indessen ist es auch hier möglich, das Blut Anderer, von Machaon Getödteter zu verstehn, mit welchem Machaon besudelt war. Die Ableitung von ῥέω ist wohl entschieden falsch; das Wort βρότος hängt vielmehr offenbar mit βροτός, μόρος, mors zusammen; so daß es wenigstens ursprünglich und im eigentlichen Sinne nur das Blut Todter ist. Apollon. Lex. erklärt βρότος geradezu = φόνος, p. 50, 34. 52, 33. 53, 5. – Sp. Ep.
-
4 λευγαλέος
λευγαλέος (vgl. λυγρός, lugeo, s. Buttm. Lexil. I p. 19), traurig, unglücklich, elend, πτωχὸς λευγαλέος, ein kummervoller, jammervoller Bettler, Od. 16, 273. 17, 202 u. sonst; λευγαλέοι ἐσόμεσϑα, wir werden schlimm daran sein, weil wir keinen Widerstand leisten können, also hülflos, rettungslos verloren, Od. 2, 61; ϑάνατος, ein jammervoller Tod, im Ggstz des schmerzlosen, natürlichen Todes, in der Schlacht, Il. 21, 281, im Wasser, Od. 5, 312, durch den Strick, 15, 359; κήδεα, ἄλγεα, traurige Sorgen, klägliche Leiden, Od. 15, 399. 20, 203; πόλεμος, ein unheilvoller, trauriger Krieg, Il. 13, 97; δαΐς, eine unheilvolle Schlacht, 14, 387; μὴ δέ σε πάμπαν λευγαλέοις ἐπέεσσιν ἀποτρεπέτω καὶ ἀρειαῖς, unheilvolle, böse, harte Worte, 20, 109; auch φρένες λευγαλέαι, unheilvoller Sinn, 9, 119, wo die Schol. δεινός, ὀλέϑριος erkl., und man keine akt. Bdtg unheilbringend, unheildrohend anzunehmen braucht. So auch die folgdn Dichter, ἤϑεα λευγαλέα, traurige Wohnsitze, Hes. O. 527, ποινή 756; κόρος Theogn. 1174; Sp., ἀνίαι Ap. Rh. 1, 295, φόνος 619, öfter; λευγαλέοιο τυπεὶς ὑπὸ κέντρου Nic. Th. 836. Auch von der Kleidung, λευγ. χιτὼν πεπινωμένος Philet. bei Strab. III, 168. – Nach E. M. soll es bei Soph. fr. 904 auch διάβροχος bedeutet haben, – Adv., λευγαλέως νηῶν ἄπο καὶ κλισιάων Τρῶες ἐχώρησαν ποτὶ Ἴλιον, sie würden schlimm weggekommen sein, wie λευγαλέως ἐφόβησαν, Ap. Rh. 2, 129. 3, 703.
См. также в других словарях:
φόνος — ο, ΝΜΑ 1. βίαιη αφαίρεση τής ζωής, σκότωμα, φονικό, δολοφονία 2. κοινή, σήμερα, ονομασία είδους φυτού τού γένους ατρακτυλίς νεοελλ. ανθρωποκτονία αρχ. 1. ο θάνατος ως ποινή, η θανατική ποινή 2. τόπος όπου έγινε η παραπάνω πράξη 3. το αίμα που… … Dictionary of Greek
φόνος — ο 1. βίαιη αφαίρεση της ζωής, βίαιος θάνατος, ανθρωποκτονία, φονικό, σκότωμα: Δύο φόνοι από αυτοκινητικό δυστύχημα. 2. (νομ.), προμελετημένη ανθρωποκτονία (σε αντιδιαστολή με την «αναίρεση»): Έστησε ενέδρα κι έκανε φόνο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
πατροκτονία — (Νομ.). Ο φόνος του πατέρα από το παιδί του. Η πράξη του πατροκτόνου. Κατά το αρχαιότατο άγραφο ελληνικό δίκαιο, π. ήταν και ο φόνος κάθε ατόμου ενός γένους, από μέλος του ίδιου γένους. Το αδίκημα το θεωρούσαν καθαρά οικογενειακό και το δίκαζαν… … Dictionary of Greek
Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… … Dictionary of Greek
φοινός — (I) ή, όν, Α 1. κόκκινος σαν το αίμα, αιματώδης 2. αιμοχαρής 3. θανατηφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητικός τ. ο οποίος, κατά την επικρατέστερη άποψη, ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *bhen «χτυπώ» και κατ επέκταση «χτυπώ μέχρι θανάτου» (πρβλ.… … Dictionary of Greek
μιαιφόνος — ο(ν) (ΑΜ μιαιφόνος και μιηφόνος ον) ο μιασμένος από φόνο, ο ένοχος για φόνο νεοελλ. (και για ξίφος) φονικός, αιματοβαμμένος μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ μιαιφόνον διάπραξη φόνου αρχ. 1. (συν. ως επίθ. τού θεού Αρη) αιμοχαρής, αιμοδιψής, δολοφονικός 2 … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek
Παλαιολόγος — I Επώνυμο μεγάλης βυζαντινής οικογένειας από την οποία προέρχεται και η δυναστεία των Παλαιολόγων. Πολλά μέλη της έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορική πορεία της αυτοκρατορίας. Από αυτά γνωστότερα είναι: 1. Νικηφόρος. Στρατηγός και υπέρτιμος.… … Dictionary of Greek