Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

διάβροχος

См. также в других словарях:

  • διάβροχος — very wet masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάβροχος — η, ο (AM διάβροχος, ον) [διαβρέχω] βρεγμένος, καταμουσκεμένος αρχ. 1. δακρυσμένος 2. μεθυσμένος 3. αυτός που κατέχεται υπερβολικά από κάποιο πάθος …   Dictionary of Greek

  • διάβροχον — διάβροχος very wet masc/fem acc sg διάβροχος very wet neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβρόχοις — διάβροχος very wet masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβρόχοισι — διάβροχος very wet masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβρόχου — διάβροχος very wet masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβρόχους — διάβροχος very wet masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβρόχων — διάβροχος very wet masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβρόχῳ — διάβροχος very wet masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάβροχα — διάβροχος very wet neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάβροχοι — διάβροχος very wet masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»